Ας συνεχίσουμε να χαράζουμε δρόμους για την αναρχία, με αδέσμευτη  σκέψη και δράση!


Επικοινωνία

ΠΕΡΙ «ΑΝΤΑΡΤΙΣΜΟΥ», ΕΝΟΠΛΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΩΝ PDF Εκτύπωση E-mail
Πέμπτη, 03 Ιούνιος 2010 21:53

«Η απόλυτη μη βία υποστηρίζει αρνητικά τη δουλεία και τη βιαιότητά της. η συστηματική βία καταστρέφει θετικά τη ζωντανή κοινότητα και την ύπαρξη που μας δίνει. Για να είναι γόνιμες αυτές οι δύο έννοιες πρέπει να βρουν τα όριά τους. Στην ιστορία που θεωρείται σαν ένα απόλυτο, η βία είναι θεμιτή. Είναι μια διακοπή της επικοινωνίας, ένας σχετικός κίνδυνος. Πρέπει λοιπόν να διατηρεί το χαρακτήρα μιας προσωπικής παράβασης για τον επαναστατημένο, κι αν δεν μπορεί να την αποφύγει, να συνδέεται με προσωπική υπευθυνότητα, με έναν άμεσο κίνδυνο[…]

Το τόξο λυγίζει, το ξύλο φωνάζει. Στην κορυφή της ψηλότερης έντασης θα ξεπηδήσει η ορμή ενός ευθυτενούς βέλους, της πιο σκληρής κι ελεύθερης τροχιάς».

(Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος)


Η αλήθεια δεν μπορεί να έχει οδηγό την μνησικακία. Το ψέμα δεν είναι δυνατόν να απελευθερώνει. Οι νετσαγεφικές κατηχήσεις και διδαχές για εκβιασμό των «διστακτικών» και εξαπάτηση των «μυημένων», οι διαβεβαιώσεις των ίδιων διδαχών ότι κάθε καταπιεσμένος άνθρωπος μπορεί να αποτελέσει όργανο των μυημένων επαναστατών είναι απλά αποκρουστικές και θλιβερές.

Τίποτα το καινούργιο θα παρατηρήσει κανείς. Όσα γράφονται εδώ, αλλά και έχουν κατατεθεί και στο παρελθόν επανειλημμένα, δεν εμπνέονται από κανενός είδους διάθεση σωτηρίας των «παραπλανημένων». Στο κάτω-κάτω ο καθείς διαλέγει τον δρόμο του. Και έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει «χρήσιμος ηλίθιος» ή αναλώσιμος. Μόνο που αν θαυμάζει τις παραπάνω αξίες στο «όνομα της υπόθεσης», δεν μπορεί με πειστικότητα να δυσπιστεί στα αποτελέσματα των εφαρμογών τους. Ούτε να τα συγχέει, εκ του πονηρού, με τον αγώνα για έναν κόσμο ελεύθερο και ανεξούσιο.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι κατανοητή η προβολή της θεολογίας του «ανταρτισμού», που έρχεται να σβήσει τις όποιες πρωτόλειες αμφιβολίες και αντιρρήσεις μπορούν να εκφραστούν. Ο «ανταρτισμός» ως θρησκεία έχει τους «ιερείς» του, τους «πιστούς» και τα «εξαπτέρυγα».

Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός, ότι ο «ανταρτισμός» δεν μπορεί να καλλιεργηθεί έξω από τις λογικές του ένοπλου κόμματος, που αποτελεί στην ουσία το θερμοκήπιο του. Ο «ανταρτισμός», όχι μόνο απέχει από το πρόταγμα της κοινωνικής ανταρσίας, αλλά βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση με την διάχυσή της, αφού οι υπόλοιπες μορφές πάλης χαρακτηρίζονται άλλοτε «απλά περάσματα» των στρατευμένων από ένα ακόμη «πεδίο εξάσκησης» και άλλοτε αγώνες «ρουτίνας».

Έτσι, ακόμα και όταν οι «θεωρητικοί» του εκφράζουν με «αγωνία» την αναγκαιότητα για κοινωνική απεύθυνση, αυτή κινείται στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης μιας «συγκρουσιακής βάσης».

Ο «ανταρτισμός» δεν διαπνέεται, λοιπόν, απλά από την λογική της στρατιωτικοποίησης ή του προσδιορισμού της ως «αναγκαίου κακού», αλλά την θέτει ως την κορωνίδα του ιδεολογικού του οπλοστασίου. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι πολλές φορές η ιδεολογική πλατφόρμα, που κατασκευάζεται σ' αυτήν την κατεύθυνση, αφορά αποκλειστικά ένα πλέγμα συνωμοτικών μέτρων, που προτείνονται σε όσους καλούνται να στρατευθούν έχοντας τα «προσόντα» της ετοιμότητας, της τόλμης, του αγέρωχου ύφους και προπάντων του τσαμπουκά και της σκληρότητας, απαραίτητων για να συμμετάσχουν στην «τελική αναμέτρηση» που πλησιάζει. Το οξύμωρο(;) όμως, είναι ότι εξ ίσου πολλές φορές όταν η διασφάλιση της τρομερής και φοβερής συνωμοτικότητας καταντάει ένα καλαμπουράκι, τότε η συνέχεια διασφαλίζεται με την ρήση: «δεν πειράζει εάν μας ξέρουν, φθάνει να μην μπορούν να μας πιάσουν»!!!

Η «τελική αναμέτρηση» αυτού του είδους ιστορικά έχει και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Έχουμε επισημάνει, παλαιότερα, ότι οι λογικές αυτές προσφέρουν απεριόριστες κατασταλτικές δυνατότητες στους μηχανισμούς του κράτους. Έχει μικρή σημασία από κοινωνικής σκοπιάς σε ποια ζητήματα διαφωνούν αυτοί που συγκροτούν και διευθύνουν κατά καιρούς τις διωκτικές αρχές. Άλλο τόσο μικρής σπουδαιότητας είναι οι επιμέρους επιχειρησιακοί σχεδιασμοί που καθορίζουν τις «λεπτομέρειες».

Έχει όμως μεγάλη σημασία αν και οπότε κινούνται στις λεγόμενες «εξαρθρωτικές» κινήσεις στοχεύουν, παράλληλα, να δώσουν ένα μάθημα «πειθαρχίας», όχι βέβαια στενά στους επαναστατικούς κύκλους, αλλά ευρύτερα και εν όψει εκδηλώσεων κοινωνικής απειθαρχίας. Και το πρόβλημα φυσικά που υπάρχει και πρέπει να εκτιμηθεί από την πλευρά όσων αγωνίζονται είναι πώς απόκτησαν οι εξουσιαστές αυτήν την δυνατότητα ακριβώς την στιγμή που «καίγονταν» να πανηγυρίσουν μια επιτυχία.

Πολλοί ξεπερνούν κάτι τέτοια «προβληματάκια» δηλώνοντας ότι όλα είναι σκευωρία και προϊόν κατασκευασμένων καταστάσεων, που διαχειρίζονται τα ΜΜΕ. Φθάνουν μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις σε σημείο αυτογελοιοποίησης, όταν ενίοτε συλληφθέντες αποδέχονται την συμμετοχή τους στην τάδε ή την δείνα ένοπλη οργάνωση. Τότε σιωπούν και περιμένουν να πάρουν γραμμή για το αν θα συμπαρασταθούν ή όχι και με ποιο τρόπο. Άλλοι πάλι αρνούνται δήθεν πεισματικά να μπαίνουν σε τέτοιες «δεύτερες» σκέψεις, επειδή δεν αρέσκονται να οδηγούνται στα έωλα μονοπάτια της συνωμοσιολογίας ή των πρακτορικών αντιλήψεων. Και δεν έχουν άδικο. Μέχρι όμως ενός σημείου. Γιατί ειδάλλως η αντιμετώπιση αυτή συνιστά είτε ιδεοληψία είτε απόπειρα συγκάλυψης δυσάρεστων καταστάσεων και ευθυνών. Ευθυνών, που πάμπολλες φορές στο παρελθόν, ξεκινούν πρώτα απ' όλα από την σιωπή μπροστά σε καταστάσεις και γεγονότα που κραύγαζαν για την κατάληξη που θα ακολουθούσε.

Είναι χαρακτηριστική η πεποίθηση ειδικών περί την «τρομοκρατία» ή περισπούδαστων εγκληματολόγων ότι η πάταξη των «τρομοκρατών» καθίσταται ευκολότερη ή είναι θέμα χρόνου αν εξασφαλιστεί η απομόνωση τους από κοινωνικά κομμάτια που δείχνουν συμπάθεια στις ενέργειες τους. Και έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι δεν έχουν άδικο. Τι θα πρέπει λοιπόν να περιμένει κανείς όταν λόγου χάρη καταγράφονται συστηματικά ενέργειες ακατανόητες από μεγάλα κοινωνικά στρώματα ή ακόμα χειρότερα ξεκάθαρα εχθρικές προς αυτά; Ενέργειες που όχι μόνο προβληματίζουν και εξοργίζουν αγωνιζόμενους ανθρώπους, ανάμεσα τους και αναρχικούς και ένα ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, επίσης, που μπορεί να αντιμετωπίζει κριτικά την συγκεκριμένη μορφή πάλης, αλλά βρίσκεται διακείμενος απέναντί της μόνο θετικά.

Οι ίδιοι οι εξουσιαστές δεν κρύβουν ότι σε περιπτώσεις ευρέων κατασταλτικών κινήσεων, εξ ίσου μεγάλη και πολύπλευρη ήταν η προετοιμασία τους. Η ευρεία κατασταλτική επιχείρηση που ονομάστηκε «εξάρθρωση» της 17Ν δεν άρχισε βέβαια με αφορμή τον σοβαρό τραυματισμό του Σάββα Ξηρού, τον Ιούνη του 2002. Τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν, όπως είναι γνωστό, τουλάχιστον 900 άτομα πέρασαν την «βάσανο» της «φιλικής» ανάκρισης. Ελάχιστοι από αυτούς το δημοσιοποίησαν αμέσως.

Σίγουρα, τα μεγέθη της συγκεκριμένης υπόθεσης μπορούν να θεωρηθούν δικαίως (όπως και η περίπτωση του ΕΛΑ, όταν το «άνοιγμα» των φακέλων της Στάζι, που εννοείται ότι τον αφορούσε, ανοίχτηκε τουλάχιστον από το 1994) εξαιρετικά και δυσανάλογα με οποιαδήποτε μπορεί κάποιος να φέρει στο νου του, μεταπολιτευτικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εμπειρία των διωκτικών αρχών συνολικότερα από μια τέτοια γιγάντια κατασταλτική επιχείρηση (που σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα δεν έχει φθάσει στο τέλος της…) δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί και να προβληματίσει δεόντως.

Επίσης θα έπρεπε ήδη να έχει προβληματίσει, αλλά και να συνεχίζει να προβληματίζει το γεγονός ότι σε διάφορες περιόδους η αριστερά έχει δημόσια και με πολλούς τρόπους δείξει την διάθεση να διαπραγματεύεται την τύχη πολιτικών κρατουμένων. Το γεγονός αυτό είναι φυσικά αδύνατον να μην επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη διαφόρων καταστάσεων σε διάφορες περιόδους. Τα διεθνή παραδείγματα είναι πολλά και διδακτικά (βλ. «άτυπες» συνομιλίες του βρετανικού κράτους με τον ΙΡΑ). Το ίδιο ενδιαφέρουσες είναι και οι αναλύσεις ορισμένων «ειδικών» αναλυτών πάνω στο θέμα, όπως η Λουίζ Ρίτσαρτσον, την οποία έχουμε μνημονεύσει και στο παρελθόν: «Υπερνικώντας το δισταγμό μας να συνομιλήσουμε, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε πολλά για τους αντιπάλους μας, για τη σημασία που αποδίδουν σε συγκεκριμένους σκοπούς, για το πώς λαμβάνουν αποφάσεις και για το πώς εκτιμούν την δική μας θέση. Οι συνομιλίες αυτού του είδους δεν χρειάζεται να είναι δημόσιες, ούτε χρειάζεται να είναι άμεσες. Θα μπορούσαν να διεξαχθούν από διαμεσολαβητές, αλλά είναι πολύ δύσκολο να γνωρίσεις τους εχθρούς σου αν δεν προσπαθήσεις να τους εμπλέξεις […] Αν καταλήξεις οριστικά στο συμπέρασμα ότι τα αιτήματά τους είναι μη διαπραγματεύσιμα, η πολιτική σου πρέπει να εστιαστεί στο να τους απομονώσεις από τις κοινότητές τους και να τους καταδιώξεις με στοχευόμενες κατασταλτικές πολιτικές. Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται να ανακαλύψεις ότι τα αιτήματά τους είναι στην πραγματικότητα διαπραγματεύσιμα, και αυτό μπορεί γι' άλλη μία φορά να σε βοηθήσει να προσανατολίσεις την αντιτρομοκρατική πολιτική. Οι πιθανότερες εκβάσεις θα ήταν να ανακαλύψεις ότι δεν αποτελούν έναν ενιαίο φορέα και ότι κάποιοι έχουν διαπραγματεύσιμα αιτήματα και άλλοι όχι. Τότε η πολιτική σου θα πρέπει να προσανατολιστεί να εκμεταλλευτείς αυτές τις διαφορές και να σπείρεις την διχόνοια ανάμεσά τους».

Συσπείρωση Αναρχικών


1. Λ. Ρίτσαρτσον, Τι Θέλουν Οι Τρομοκράτες.


(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 94, Μάιος 2010)

Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 03 Ιούνιος 2010 22:07
 



Με την υποστήριξη του Joomla!. Valid XHTML and CSS.