ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΝΟΔΟ Εκτύπωση
Πέμπτη, 14 Ιούνιος 2012 00:13

 

«Αν θέλεις να δεις που βρίσκεται το λάθος, τότε θα χρειαστείς έναν καθρέφτη...»

 

Ο «κρότος»

Τα φαινόμενα απατούν; Όχι πάντα.

Έχουμε αρκετές φορές τοποθετηθεί σχετικά με το ζήτημα του εθνικισμού, του λεγόμενου νεοναζισμού και του φασισμού.

Δυστυχώς σε «ώτα μη ακουόντων», η αλήθεια εμφανίζεται με εκκωφαντικό κρότο κάνοντας την πραγματικότητα ανυπόφορα επιτακτική και σε ορισμένες περιπτώσεις δραματική.

Αλλά και όταν φανεί πως κάποιοι ήχοι «συλλαμβάνονται», και πάλι είναι αβέβαιο το κατά πόσον αυτά τα μηνύματα της αλήθειας μπορούν να ερμηνευτούν με σωστό τρόπο. Για να συμβεί κάτι τέτοιο «χρειάζεται», όπως έλεγε ένας καθηγητής στους μαθητές του, «να υπάρχουν βάσεις». «Αυτές οι βάσεις», θα συμπληρώσουμε από την πλευρά μας, «οφείλουν να έχουν σωστή κατεύθυνση, που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει: απελευθερωτική».

Τα γράφουμε όλα αυτά επειδή, δυστυχώς, κάποιοι προσποιούνται πως δεν καταλαβαίνουν, ακόμα και μετά τον εκκωφαντικό κρότο του 7%, ποσοστού που «εισέπραξαν» οι ακροδεξιοί μετά τη διενέργεια των εκλογών της 6ης Μαΐου. Με διάφορα κείμενα και ενέργειες, που δείχνουν περισσότερο σπασμωδικές, οι κατά περίσταση «αρμόδιοι», προσπαθούν να κατασκευάσουν μια εικόνα διαφορετική από αυτή που υπάρχει ή να προσφέρουν πολιτική συνδρομή στην αριστερά. Το δραματικό στοιχείο, δηλαδή η «αδυναμία κατανόησης» (απ’ όσους δύνανται αλλά δεν προσπαθούν), είναι χαρακτηριστικό σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση.

Αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος που στο προσκήνιο συνεχίζει να προβάλλεται ο ανάπηρος αντιφασισμός. Και είναι ανάπηρος επειδή παρ’ όλες τις αποτυχίες, αγνοεί στοιχειώδη ζητήματα και επιμένει στο να επαναλαμβάνεται με έναν τρόπο που ξεπερνά ακόμα και αυτή την κατάσταση του δογματισμού.

Έτσι, πάλι γίνονται προσκλητήρια για ενωμένες δυνάμεις αριστερών κι αναρχικών που θα αποδυθούν είτε σε εκλογική ενίσχυση της αριστεράς, είτε σε «πόλεμο συμμοριών». Προτάσεις, δηλαδή, που θέλουν να κατευθύνουν σε έναν πόλεμο κατά των ακροδεξιών της Χρυσής Αυγής με κρατική βία (δηλ. μέσω μιας κυβερνώσας αριστεράς που θα αναδειχθεί και με αναρχικούς ψήφους) και με κινηματική βία, δηλαδή με συγκροτημένες αναρχοαριστερές «ομάδες κρούσης».(1)

Αυτές οι προτάσεις δείχνουν να αγνοούν μια προγενέστερη, αλλά και τρέχουσα πραγματικότητα: το ότι, δηλαδή, τέτοιες πρακτικές, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, έχουν εφαρμοστεί και μάλιστα με αρνητικότατα αποτελέσματα.

Όπως είναι γνωστό, η «αντιφασιστική» δράση ξεκίνησε εδώ και χρόνια στηριγμένη στην πρακτική των «σαφάρι». Αλλά, είναι πέραν από κάθε αμφισβήτηση πως σ’ αυτόν τον τομέα η αποτυχία ήταν αναμενόμενη και πλήρης.

 

Οι αντιδιαδηλώσεις...

Από την άλλη πλευρά, το παράλληλο «μέτρο» των αντιδιαδηλώσεων μπορεί να είχε σε μία ή δύο περιπτώσεις «επιτυχίες», πριν από μία δεκαετία και πλέον, αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι δεν έφερε τα αποτελέσματα που ήθελαν οι εμπνευστές τους.(2)

Ο λόγος είναι απλός. Από τη μία, η «διαιτητική» παρουσία των δυνάμεων καταστολής, τις μετέτρεπε σε μια αριστερού τύπου πολιτική πρακτική με σκοπό να αποκομιστούν πολιτικά οφέλη και να κατασκευαστούν εντυπώσεις και από την άλλη το σύνηθες αποτέλεσμα ήταν αφ’ ενός να προσφέρονται πολιτικά οφέλη στους ακροδεξιούς, οι οποίοι εκτός των άλλων εμφανίζονταν ως κατατρεγμένοι και αφ’ ετέρου να διαφημίζονται διαρκώς για δεκαετίες.

Ας ληφθεί υπ’ όψιν, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτού του είδους οι «δράσεις» κατέληξαν σε σοβαρούς τραυματισμούς αντιδιαδηλωτών ή επίδοξων εκπορθητών των κομματικών γραφείων του περί ου ο λόγος κόμματος. Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να ισχυριστεί, με ωμότητα, πως υπήρξαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τραυματίες κι από την άλλη πλευρά και ίσως περισσότεροι. Αν και η απάντηση είναι αυτονόητη θα την επαναλάβουμε: η απελευθερωτική δράση δεν καθορίζεται από το αν τέθηκαν «εκτός μάχης» περισσότεροι από τη απέναντι πλευρά.

Ποια είναι η βαθύτερη ουσία αυτής της πρακτικής, η οποία συνήθως καλύπτεται με διάφορα προπαγανδιστικά σλόγκαν;

Το καθοριστικό είναι ότι αυτή η πρακτική είναι αδιαμφισβήτητα εξουσιαστική, όπως έχουμε αναφέρει και αλλού.(3) Αλλά υπάρχουν πολλά ακόμη που συντρέχουν:

Πρώτον, αυτός ο οποίος εμποδίζει την πραγματοποίηση μιας εκδήλωσης (ακροδεξιάς ή μη) σαφέστατα θεωρεί ότι αυτοί που θα την παρακολουθήσουν ή θα παρευρεθούν σ’ αυτήν (πλην των οπαδών της παράταξης ή του κόμματος) είναι ανόητοι και χρειάζονται πνευματική προστασία προκειμένου να μην μολυνθούν από τις απόψεις που θα ακουστούν. Η άποψη δεν είναι πρωτότυπη. Την εφάρμοσαν οι μπολσεβίκοι πραγματοποιώντας αντισυγκεντρώσεις στους ίδιους χώρους που είχαν προγραμματίσει τις δικές τους οι αναρχικοί.(4) Την εφάρμοσαν, επίσης, σε πολλές περιπτώσεις κρατικές συμμορίες, (βλέπε και την περίπτωση της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη).

Δεύτερον, αυτός που καλεί σε αντισυγκέντρωση, εκ των πραγμάτων, υποτιμά τις απόψεις του θεωρώντας τες αναποτελεσματικές και μη λειτουργικές στον κοινωνικό χώρο γι’ αυτό προσπαθεί να τις προστατεύσει και να τις καθιερώσει ως αυθεντικές, επιβάλλοντας τη σιωπή σε αυτές με τις οποίες είναι αντίθετος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της βίαιης καταστολής των «ασύμβατων» απόψεων συνιστούν τα λεγόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Τρίτον, αυτός του οποίου εμποδίζεται η εκδήλωση δικαιώνεται. Η άποψη του εμφανίζεται ως διωκόμενη με βίαιο τρόπο επειδή δείχνεται ότι δεν μπορεί να αντικρουστεί στο επίπεδο των ιδεών. Επί πλέον, αυτοί που ακολουθούν την μεθοδολογία της βίαιης καταστολής των ακροδεξιών απόψεων είναι αναμενόμενο να την εφαρμόσουν και προς ημέτερες κατευθύνσεις, από τη στιγμή που νομίζουν πως κατέχουν το αλάθητο ή τον θεόπνευστο λόγο.

Τέταρτον, αυτός ο οποίος προβαίνει σε αντιδιαδήλωση προφανώς δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές διαστάσεις και την «δυναμική» που είναι ενδεχόμενο να προκύψει. Επειδή στις περισσότερες των περιπτώσεων οι κρατούντες μπορούν να έχουν σφαιρική εικόνα και δυνατότητα αξιοποίησης τέτοιων καταστάσεων, είναι εύκολα κατανοητό ποιος έχει τη δυνατότητα να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου και ποιους θα παρασύρουν οι αέρηδες.

Αυτά δεν λέγονται για λόγους εκφοβισμού. Μια μικρή (εάν είναι εκτεταμένη τότε ακόμη καλύτερα) ανάλυση των καταστάσεων, που έχουν προηγηθεί, είναι αρκετά πειστική σε σχέση με την αλήθεια των όσων αναφέρουμε.

Σε σχέση με τις πρακτικές, στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί, νομίζουμε πως αν επεκταθούμε περισσότερο θα γίνουμε κουραστικοί, όπως κουραστικές και μονότονα επαναλαμβανόμενες ήταν και οι αντιφασιστικές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων.

Δεν μπορούμε, όμως, να μην επισημάνουμε την αμετροέπεια και την υπερφίαλη εγωπάθεια ατόμων και συλλογικοτήτων που οδήγησαν στην περίπτωση της περιοχής του Αγ. Παντελεήμονα, σε πολύπλευρη αποτυχία και ευτελισμούς.

Μάλιστα αγαπητοί! Η σιωπή και οι ψίθυροι, η κρυψίνοια και οι φανφαρονισμοί του είδους «φασίστες στις τρύπες σας», «θα περάσουμε από πάνω τους» και άλλα ευτράπελα, η έλλειψη ειλικρίνειας, η κατ’ εξακολούθηση εφαρμογή μιας τυφλά «φιλομεταναστευτικής» γραμμής αριστερού περιεχόμενου και πρακτικής, οδηγούν στα σημερινά φαινόμενα και είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε ακόμα πιο έντονα και ανυπόφορα, εάν δεν υπάρξει το αναγκαίο, πλέον, ξεμπλοκάρισμα και η εγκατάλειψη του ανάπηρου (κυριολεκτικά) αντιφασισμού. Η ανάγκη να επανακάμψουν οι αναρχικοί στην ολική αντιμετώπιση, στάση, ανάλυση και δράση όλων των ζητημάτων και καταστάσεων που αφορούν την αναρχική απελευθερωτική προοπτική, γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη μέσα από το πρίσμα εξέτασης και αυτών των γεγονότων στα οποία αναφερόμαστε.

 

Η μερικότητα της άποψης και της δράσης

Είναι δεδομένο πως η αναρχική άποψη και στάση δεν μπορεί να είναι ανεκτική σε τέτοιου ή παρόμοιου είδους πρακτικές (αντιδιαδηλώσεις, «σαφάρι»), οφείλει να είναι κάθετα αντίθετη.

Οι λόγοι είναι αρκετοί, αλλά θα αναφέρουμε τον κυριότερο που συνίσταται στο ότι η αναρχική δράση χάνει την υπόστασή της όταν υποπίπτει στο επίπεδο της «ομάδας κρούσης» ή της συμμορίτικης λογικής και πρακτικής. Στην ουσία υπάρχει ένα «ξεστράτισμα», όταν τίθενται σε εφαρμογή μεθοδεύσεις που ανήκουν στο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο της αντίθετης πλευράς. Οι εμπνευστές αυτού του τρόπου δράσης και όσοι άκριτα ή με υστεροβουλία την αποδεχτήκαν και την έθεσαν σε εφαρμογή, δεν προωθούν κανενός είδους απελευθερωτική δράση. Επειδή, πολύ απλά, η μερικότητα και η αποσπασματικότητα δεν συνιστούν απελευθερωτική δράση. Αντίθετα εγκλωβίζουν, φανατίζουν και οδηγούν σε λογικές και πρακτικές πόλωσης όσους εμπλέκονται.

Αυτό το τελευταίο, το γνωρίζουν πολύ καλά οι «ειδικοί», όπως και το ότι η πόλωση «συσπειρώνει». Αυτός είναι και ο λόγος που μετά τα εκλογικά αποτελέσματα της 6ης Μαΐου γίνονται καλέσματα για αντιφασιστική πανστρατιά από διάφορες παρόμοιου χαρακτήρα συσπειρώσεις. Οι αριστεροί και οι αριστερόφρονες βρίσκονται στο στοιχείο τους: τη σπέκουλα. Καλούν σε συσπείρωση απέναντι σε ένα αποτέλεσμα το οποίο προκλήθηκε από συσσωρευμένες «πράξεις και παραλείψεις», για τις οποίες οι ευθύνες δεν λείπουν.

Έτσι μεγαλοποιώντας (το παραμικρό, πλέον, ανάγεται σε δράση φασιστών, ακόμα και η «επίλυση» διαφορών ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες ομάδες αλλοδαπών) και κινδυνολογώντας, προσανατολίζουν τη δράση σε σχέση με το αποτέλεσμα (άνοδος της ακροδεξιάς), αποτρέποντας τη δυνατότητα διερεύνησης των αιτίων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη κατάσταση που υπάρχει.

Θεωρούμε πως στενεύουν τα περιθώρια της εθελούσιας τύφλωσης, όπως και η κατάχρηση των παρωπίδων που επιβάλλονται μέσα από τη μερική δράση, την ίδια στιγμή που η εξουσιαστική ολότητα συνεχίζει το καταδυναστευτικό της έργο χαμογελώντας σαρδόνια και εποπτεύοντας τις αντιπαραθέσεις.

Έχουμε αναφερθεί και σε άλλα κείμενά μας για το ποιος κερδίζει από την λεγόμενη αντιφασιστική δράση και πως ωφελημένοι βγαίνουν οι αριστεροί, οι κομμουνιστές, οι δημοκράτες, οι δεξιοί, οι σοσιαλιστές και όλο το σινάφι της εξουσίας.

Το να μην υιοθετούμε πρακτικές συμμορίας δεν σημαίνει πως ακολουθούμε το δρόμο της μη βίας. Απλά υπερασπιζόμαστε με δυναμικό τρόπο, όταν χρειαστεί, τις απόψεις μας, τη δράση μας, τα ιδανικά της ελευθερίας με αυτοσεβασμό και με προσήλωση στην αναρχική απελευθερωτική προοπτική.

Χρειάζεται να μην υπάρχει απομάκρυνση από τη συνολική αντίληψη και δράση που αφορά το ζήτημα του κράτους, του κρατισμού και όλων των παράγωγων της κυριαρχίας. Χωρίς αυτή την ξεκάθαρη τοποθέτηση και στάση, που συνεπάγεται και την ανάλογη δράση, ρίχνεται μπόλικο νερό στο μύλο της κάθε εξουσιαστικής κλίκας, πολλές φορές, μάλιστα, ακόμα και αυτής προς την οποία στρέφεται η υποτιθέμενη «άμεση δράση».

Ένας ακόμη λόγος –που κι αυτός έχει αναλυθεί σε έκταση– είναι ότι κάθε αντιφασιστικός αγώνας είναι ή μεταπίπτει στην ουσία, σε αγώνα για την προάσπιση της δημοκρατίας. Η σκιά που ρίχνεται με επιτήδειο τρόπο, προκειμένου να καλλιεργηθεί η ανάλογη θολούρα, θέλει να παρουσιάζει το φασισμό χειρότερο από τη δημοκρατία επειδή συνήθως την καταλύει. Ξεχνούν, βέβαια, πως συμβαίνει και το αντίθετο και ότι σε τελική ανάλυση το δημοκρατικό σύστημα εξελίσσει με διαφορετικό τρόπο τις συνθήκες εξανδραποδισμού, απ’ ότι το φασιστικό ή το απολυταρχικό.

Ή δεχόμαστε πως η ναζιστική, η φασιστική, η δημοκρατική, η ολιγαρχική κλπ. είναι μορφές διαχείρισης των υποθέσεων της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, που πραγματώνονται μέσω του κράτους και συνεπώς ως αναρχικοί δεν παραμελούμε τις θεμελιακές θεωρήσεις της αναρχίας που αντιμετωπίζουν κάθε ζήτημα στην ολότητά του προωθώντας απελευθερωτικές πρακτικές και προτάσεις,

ή υποκύπτουμε στην μερικότητα πολεμώντας μία από τις εκδηλώσεις διαχείρισης της εξουσίας για να ενισχυθεί κάποια άλλη. Σ’ αυτή την περίπτωση η στάση, η άποψη και η πρακτική παραμένει εντός των πλαισίων του συστήματος και γίνεται ακίνδυνη αν όχι γραφική.

Παραδείγματα και γεγονότα που αποδεικνύουν την ενίσχυση μιας πλευράς της εξουσιαστικής κατάστασης σε «βάρος» μιας άλλης υπάρχουν πολλά. Αρκεί να αναφέρουμε την ψευδεπίγραφη κινδυνολογία πως με την μη συμμετοχή του κόσμου στις εκλογικές διαδικασίες δυναμώνει η δεξιά, η ακροδεξιά και οι εθνικιστές. Λες και αυτοί που πρόκειται να ψηφίσουν το τάδε εθνικιστικό ή το δείνα πατριωτικό κόμμα ή απόκομμα θα επηρεαστούν από την παρουσία περισσότερων ψήφων που θα «ριχτούν» στην αριστερά. «Αλλά», έρχεται να μας «ταπώσει» ο μελετημένος εξυπνάκιας, «με βάση το εκλογικό σύστημα όσο περισσότεροι ψηφίσουν την αριστερά τόσο λιγότερες θα είναι οι έδρες που θα πάρουν οι ακροδεξιοί». Οπότε, καλείσαι, –ω αναρχικέ, κι εσύ οργισμένε από τις συνθήκες μεγαλύτερης εξαθλίωσης που σου επιβάλλονται κι ο άλλος που δεν μπορεί να αντέξει ή να ανεχθεί την επιδείνωση των συνθηκών δουλείας– να συμμετάσχεις στις εκλογικές διαδικασίες για να μην πάρει πολλές έδρες η «δεξιά» ή η «ακροδεξιά». Να ενισχύσεις, δηλαδή τη μία πλευρά για να μην δυναμώσει η άλλη! Αν όμως η μία δεν προσφέρει τίποτα το απελευθερωτικό, από πού κι ως που θα βρεθεί κάτι τέτοιο στην άλλη; Αυτού του είδους οι αυτοματισμοί δεν ισχύουν.

Κι ύστερα είναι να αναρωτιέται κάποιος γιατί μετά από τόσες δεκαετίες αγώνων από τη μεριά των αναρχικών, μετά από τόσο άπλωμα των αναρχικών απόψεων στον κοινωνικό χώρο, αυτοί που ωφελούνται να είναι όλοι όσοι υπηρετούν τα συμφέροντα της εξουσίας, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, όπως το ΠΑΣΟΚ, στη δεκαετία του 1980 ή, τώρα, ο φρεσκοβαμμένος σκουπιδοτενεκές του, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς, οι λόγοι που έχουν προκαλέσει αυτή την ιδιότυπη συνθήκη είναι πολλοί και έχουν σχέση με μικροσυμφέροντα και κοντόφθαλμες επιδιώξεις (που για να εκτεθούν εδώ θα χρειαζόταν πολύς χώρος). Πρόκειται για τα «πινάκια φακής» χάριν των οποίων αφήνονται τα λιβάδια στους τσιφλικάδες της κάθε εξουσίας (αριστερής, σοσιαλιστικής και βάλε) και μετά αναρωτιούνται κάποιοι γιατί τους απομένουν μόνο τα άγονα χωράφια, τα οποία κανείς δεν προσπαθεί να τα ξεχερσώσει. Μη έχοντας, λοιπόν, γόνιμα χωράφια προστρέχουν και πάλι στους τσιφλικάδες. Φαύλος κύκλος!

Γιατί, τι άλλο έχουμε από ένα άγονο «χωράφι», όταν μετά από τόσο πότισμα από εμπειρίες δεν μπορεί να ευδοκιμήσει κάτι το διαφορετικό, εκτός από πικροδάφνες; Όταν, δηλαδή, δεν γίνεται επεξεργασία των εμπειριών και της πραγματικότητας που βρίσκεται σε κίνηση, με βάση την αναρχική θεώρηση και με επιδίωξη την ολική απελευθέρωση και την συνεπαγόμενη δράση, αλλά ακολουθούνται πολιτικές και μικροπολιτικές ή επαναλαμβάνονται μονότονα απόψεις που δεν έχουν σχέση με την αναρχική προοπτική; Τι άλλο από άγονο «χωράφι» είναι να επαναλαμβάνονται οι καταστροφικές πρακτικές στις οποίες οδηγήθηκαν οι αναρχικοί στην Ισπανία τη δεκαετία του 1930; Δεν είναι άγονη σκέψη αυτή που δεν αντιλαμβάνεται πως η εκλογική ενίσχυση της Ισπανικής αριστεράς προκειμένου να αποφυλακιστούν κρατούμενοι αναρχικοί ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να γίνει;(5)

[Παρένθεση, που έχει σχέση με τη αριστερή ψήφο αναρχικών και αντιεξουσιαστών.

Είναι γνωστό πως στις εκλογές της 6ης Μαΐου αρκετοί από τον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο έσπευσαν να ψηφίσουν αριστερά κόμματα και ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αναρχική στάση απέναντι σ’ αυτό την κατάσταση είναι ξεκάθαρη: Δεν καταφεύγουμε στην εξαγορά του επιεικέστερου ή του «καλόβολου» (π.χ. αριστερού, προοδευτικού, δημοκράτη) παράγοντα του συστήματος ή στο «λάδωμα» κάποιου κομματικού μηχανισμού για να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από το σύστημα υπόδικοι, κατηγορούμενοι, ή φυλακισμένοι αγωνιστές. Ο δρόμος του αγώνα δεν έχει σχέση με τις αξιοθρήνητες εκλογικές διαδικασίες και τις πολιτικές λοβιτούρες.

Το λάθος στο οποίο οδηγήθηκαν οι αναρχικοί σύντροφοι στην Ισπανία την δεκαετία του 1930, μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη κατανόηση και τα ελαφρυντικά λόγω απειρίας, αλλά και λόγω του κυρίαρχου ρόλου που έπαιξαν τα ιντριγκαδόρικα πολιτικά στοιχεία στους κόλπους της CNT. Η επανάληψή του, για άλλη μία φορά, στις παρούσες συνθήκες σημαίνει ότι ο καθένας έχει συνειδητά επιλέξει τη θέση του, με όλα όσα συνεπάγεται αυτή του η στάση.

Ένα ακόμα σημείο που έχει σημασία είναι η βαρύτητα του εγχειρήματος της «εξαγοράς» ή κατά το κοινώς λεγόμενο του «λαδώματος». Είναι συνηθισμένη η πρακτική των ανθρώπων που διώκονται για διάφορα αδικήματα να καταφεύγουν στις πλάγιες «λύσεις», όπως αυτή του χρηματισμού διαφόρων παραγόντων του συστήματος προκειμένου να τύχουν ευνοϊκής δικαστικής μεταχείρισης ώστε να πέσουν στα «μαλακά». Είναι το γνωστό «λάδωμα» που εκτός από τις συνηθισμένες περιπτώσεις αδικημάτων, μειώνει ποινές καθαρμάτων, αποφυλακίζει πρεζέμπορους, βιαστές, σωματέμπορους και άλλα «εύοσμα είδη».

Η διαφορά του κοινού «λαδώματος» από το πολιτικό βρίσκεται στο ότι το τελευταίο ξεπερνά τα όρια της συναλλαγής του «ποινικού» με κάποιον από το σύστημα. Στην προκειμένη περίπτωση η πολιτική συναλλαγή και ιδιαίτερα η εκλογική, αφορά την κοινωνία και στρέφεται εναντίον της.

Όσοι μετέρχονται τέτοια μέσα και αποδέχονται αυτές τις διαδικασίες κάνουν κάτι ακόμα χειρότερο: αποδέχονται τον ποινικό ή εγκληματικό χαρακτήρα που προσάπτει το κράτος στο «αδίκημα» ή την «έκνομη πράξη». Κλείνει η παρένθεση.]

 

Αμετροέπεια και πραγματικές συνθήκες

Ο λόγος και η δράση είναι αναγκαίο να βρίσκονται σε αλληλοσυνάρτηση και ισορροπία. Ο αναρχικός τρόπος σκέψης και δράσης δεν είναι δυνατόν, σε καμία περίπτωση, να υιοθετεί απόψεις και πρακτικές ανταγωνιστικές προς την απελευθερωτική προοπτική. Αυτή είναι μία θεμελιακή άποψη.

Στο επίπεδο της δράσης και του λόγου, τα όπλα αποκτούν ισχύ όταν το ένα δεν υποκαθιστά το άλλο. Ο λόγος αντιμετωπίζεται με λόγο, οι απόψεις αντιμετωπίζονται με απόψεις, η πράξη με πράξη, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι η διατάραξη αυτής της ισορροπίας προωθεί και εγκαθιστά εξουσιαστικές καταστάσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως οι συγκεντρώσεις αντιμετωπίζονται με αντισυγκεντρώσεις στον ίδιο τόπο και χρόνο (εκτός και αν βρισκόμαστε σε μια επαναστατική συνθήκη, όπου κρίνεται η τελική αναμέτρηση) αλλά με συγκεντρώσεις στον ίδιο ή παραπλήσιο χώρο σε άλλη μέρα (π.χ. την επομένη) ή ώρα. Αυτό αναδεικνύει την ουσιαστική ισχύ των απελευθερωτικών απόψεων και των δραστηριοτήτων. Να αφήσουμε στους εχθρούς της ελευθερίας τις μισαλλόδοξες και αδιέξοδες πρακτικές.

Για μια αναρχική απελευθερωτική προοπτική, οι πραγματικές «ομάδες κρούσης» δεν είναι οι συμμορίτικες συγκροτήσεις, αλλά οι συγκροτημένες με άποψη και απελευθερωτικό σχέδιο αναρχικές ομάδες. Οι οποίες, όμως, εννοείται πως δεν θα στοχεύουν και δεν θα επιδίδονται μονομερώς σε κανενός είδους αντιφασιστικό αγώνα, αλλά θα αναπτύσσουν τον αντικρατικό-αναρχικό αγώνα, του οποίου μέρος της δράσης είναι ενδεχόμενο να αποτελέσει η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς δράσης, πάντα με όρους που προωθούν την ολική απελευθερωτική διεργασία. Είναι, όμως, γνωστό πως η ανάπτυξη και δημιουργία αναρχικών ομάδων πολεμήθηκε και πολεμιέται από όσους επιδιώκουν και προωθούν την κατασκευή σουργελοειδών μορφωμάτων που ονομάζονται κινήματα.

Μέσα από σκεπτικά με τα οποία επιχειρείται να «ξεπεραστούν» θεμελιακές αναρχικές και απελευθερωτικές απόψεις, τα πάντα προσπαθούν να ισοπεδωθούν στο όνομα υποτιθέμενων ή και υπαρκτών κινδύνων.

Το ερώτημα που ευθέως τίθεται είναι: Πως αντιμετωπίζεται η εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς; Η απάντηση, όμως, οφείλει να ξεπερνά τα στενά όρια που θέτει το ερώτημα. Να εμβαθύνει στην «ανάγνωση» των εμπειριών, που προέρχονται από την κατανόηση των λαθών. Η εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς δεν ξεπερνιέται με ψήφο στην αριστερά από αυτούς που κραυγάζουν «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Αυτή η ξεφτίλα ας αφεθεί χάρισμα στους ακροδεξιούς, που οικειοποιήθηκαν το ίδιο σύνθημα, ενώ στην πραγματικότητα αποσκοπούσαν στο να στρογγυλοκαθίσουν στα βουλευτικά έδρανα. Ας καεί, λοιπόν, η Βουλή και μαζί με αυτούς, αφού έτσι το θέλησαν.

Ας εξετάσουμε, τώρα, κάποιες από τις εμπειρίες.

Ιστορικά οι ακροδεξιοί χρησιμοποίησαν την κοινοβουλευτική ιδιότητα προκειμένου να καταργήσουν την λειτουργία του κοινοβουλίου. Το πέτυχε, για παράδειγμα, ο Χίτλερ στη Γερμανία και ο Μεταξάς στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1930. Το τελευταίο, μάλιστα, γεγονός δεν έγινε χωρίς την υποστήριξη των άλλων κομμάτων του κοινοβουλίου. Αυτό, λοιπόν, ας κρατηθεί στα υπ’ όψιν. Όπως θα πρέπει να μην μας διαφεύγει πως η δικτατορία της 21ης Απριλίου που επιβλήθηκε από την στρατιωτική επιτροπή (=χούντα, Junta) συνταγματαρχών είχε την συναίνεση, υποστήριξη ή ανοχή του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς.

Στις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, δεδομένου πως ήδη ο κοινοβουλευτισμός έχει πλέον την ικανότητα να συνδυάζει τα πλέον σκληρά μέτρα επιβολής, χωρίς να χρειάζεται οι κρατούντες να προβούν στην αντικατάστασή του με μια δικτατορία.

Συνεπώς η πριμοδότηση της ακροδεξιάς (διότι για πριμοδότηση πρόκειται όταν οι 20.000 γίνονται 440.000) έρχεται να καλύψει δύο βασικές ανάγκες της κυριαρχίας.

Η μία είναι η «λαϊκή υποστήριξη» για την επανατοποθέτηση του ζητήματος των αλλοδαπών σε διαφορετική βάση από αυτήν που ισχύει και η άλλη αφορά την ενίσχυση των εθνικιστικών ψευδαισθήσεων ενός τμήματος του πληθυσμού που βρίσκεται κοντά σ’ αυτό το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα ή εκείνου που αισθάνεται ανασφάλεια μέσα από τα αγκαλιάσματα της ενοποιημένης κυριαρχίας, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί σαν «εθνικά» ευαίσθητες.

Η πριμοδότηση δεν σημαίνει, βέβαια, ανυπαρξία μιας ορισμένης κοινωνικής βάσης της ακροδεξιάς. Απλά οι ψήφοι δείχνουν μια ογκωδέστατη δυσαναλογία.

Είναι φανερό πως μεγάλο ποσοστό από τα σώματα ασφαλείας στήριξε και ανέδειξε με την ψήφο του τον ακροδεξιό σχηματισμό. Σ’ αυτό θα πρέπει να προστεθούν ορισμένα τμήματα του πληθυσμού που έγιναν αντικείμενα πολιτικής εκμετάλλευσης λόγω των ιδιόμορφων συνθηκών που αναπτύχθηκαν στις περιοχές που ζούσαν. Αυτές οι συνθήκες είχαν σχέση με την παρουσία αλλοδαπών και τις καταστάσεις που πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις τόσο με την συμβολή του κράτους, όσο και με την άκριτη και ανεπιφύλαχτη «φιλομεταναστευτική» στάση και δράση αριστερών, αλλά και μέρους του λεγόμενου «χώρου».

Είναι γνωστό πως οι «έκτακτες συνθήκες» απαιτούν «έκτακτα μέτρα». Ήταν, επομένως, αναμενόμενη η πριμοδότηση του ακροδεξιού κόμματος και η ενίσχυση αυτού του χώρου, ούτως ώστε να υπάρξει κατασταλτική αλλά και αποπροσανατολιστική κατεύθυνση σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία που θα ασπασθούν την προπαγάνδα του φασιστικού κινδύνου.

Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται στο ότι οι μηχανισμοί που στηρίζονται, θρέφονται και χρησιμοποιούνται από το σύστημα δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια που αυτό θέτει. Ας θυμηθούν όσοι προσπαθούν να προκαλέσουν ανησυχία, το κλίμα που διοχετευόταν στον κοινωνικό χώρο σχετικά με την λεγόμενη άνοδο του Ζαν Μαρί Λεπέν στη Γαλλία. Ήταν η ίδια εποχή όπου στον ελλαδικό χώρο γινόταν η επίπλωση στο τότε μικρομάγαζο της ακροδεξιάς, που πήρε στις εκλογές της 6ης Μαΐου το 7%.

Όλοι γνωρίζουν πως με εκείνον τον φουσκωμένο λογαριασμό ψηφοφόρων που ανοίχτηκε στο όνομα του Λεπέν, εξοφλήθηκαν ανάγκες της κυριαρχίας. Το ποσόν κατάθεσης μίκρυνε και μάλιστα ένα μέρος του ποσού πέρασε στο λογαριασμό που ανοίχτηκε στο όνομα του Σαρκοζί. Τώρα ο λογαριασμός πέρασε στα χέρια της Μαρί Λεπέν και πριμοδοτήθηκε ξανά. Δύσκολοι καιροί για τους κρατούντες, που ο καθένας θέλει να διασφαλίσει τα κυριαρχικά του συμφέροντα και να καθηλώσει τυχόν διαθέσεις μέσω ελεγχόμενων κοινωνικών αντιδράσεων και κινητοποιήσεων.

Θα πρέπει, επομένως, αυτή η πριμοδότηση που υπήρξε στις 6 Μαΐου, να τοποθετηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις και δυνατότητες. Το βασικό στοιχείο είναι πως δίνεται δυνατότητα στον ακροδεξιό αυτό σχηματισμό να αυξηθεί οργανωτικά. Όμως, αν ληφθεί υπ’ όψιν η τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στην μικρή οργανωτική υποδομή που υπάρχει και στον αριθμό των ψήφων που του δόθηκαν, τότε διαπιστώνεται η πραγματική διάσταση μιας τεράστιας ρευστότητας. Αυτό σημαίνει πως η ουσιαστική αξιοποίηση του εκλογικού ποσοστού δεν είναι δυνατή άμεσα.

Βέβαια, το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα που θα πάρει και τις αντίστοιχες διορθωτικές προσαρμογές στις επόμενες εκλογές της 17ης Ιουνίου θα διευκολύνει το κράτος, αφού ο ακροδεξιός αυτός σχηματισμός θα συνεχίσει να αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την πραγματοποίηση των άμεσων σχεδιασμών του κράτους, ιδιαιτέρα στο ζήτημα που αφορά αλλοδαπούς χωρίς χαρτιά, αλλά και γενικότερα σε σχέση με το θέμα μετανάστευση με αρκετά ισχυρές δόσεις φυλετισμού.

Όπως είναι γνωστό, στα δύο γεγονότα δολοφονιών, που πραγματοποιήθηκαν από αλλοδαπούς πέρσι στην Αθήνα και φέτος στην Πάτρα, υπήρξε σαφέστατα πολιτική εκμετάλλευση της κατάστασης με έντονα λαϊκίστικο χαρακτήρα.

Θα πρέπει, επίσης, να μην αποδεχόμαστε λογικές του τύπου «οι έλληνες δεν είναι ρατσιστές» ή την ακριβώς αντίθετη άποψη. Ο «ρατσισμός» σαν σύμφυτο στοιχείο της κυριαρχίας υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, όπως ακριβώς θα υπάρχει η αντίθεση και η άρνησή του, μέχρι να έρθει η ολική απελευθέρωση. Άλλωστε μπορεί εύκολα να ξεχαστεί ο ρατσισμός των ντόπιων απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και ιδιαίτερα στο γυναικείο πληθυσμό; Και να σκεφτεί κανείς πως ήταν πρόσφυγες κι όχι «οικονομικοί μετανάστες»! Τα όσα προπαγανδίζονται, από διάφορες πλευρές, για δήθεν ανυπαρξία ρατσισμού στον ελλαδικό χώρο είναι παραμύθια για αφελείς.

Ο βασικός, λοιπόν, λόγος της πληθωριστικής ανόδου των ακροδεξιών βασίζεται στην «τρύπα» που ανοίχτηκε και διευρύνθηκε στον κοινωνικό χώρο εξ αιτίας του μεγάλου αριθμού αλλοδαπών που αφέθηκε να εισέλθει στον ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων.

Εδώ θα πρέπει να γίνουν κάποιες επισημάνσεις.

Ο ερχομός, αρχικά, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από την βόρεια και δυτική πλευρά του Ελλαδικού χώρου, δηλαδή από την Αλβανία και τις υπόλοιπες χώρες του λεγόμενου Ανατολικού μπλοκ, μετά την επιτάχυνση των διαδικασιών ενοποίησης της κυριαρχίας, έδωσε την ευκαιρία για εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και αύξηση των κερδών. Οι συνέπειες, βέβαια, θα εμφανιστούν αργότερα, αφού προκλήθηκαν οι πρώτες μεγάλες τρύπες στο οικονομικό πλέγμα, αλλά και τα πρώτα σημαντικά ρήγματα στον κοινωνικό χώρο.

Τα ρήγματα, όμως, έγιναν χάσματα λόγω του τεράστιου σε έκταση και ένταση κύματος αλλοδαπών που ήρθε από τα νότια και ιδιαίτερα από τα ανατολικά σημεία του ελλαδικού χώρου.

Αν ένα μεγάλο μέρος του πρώτου κύματος κατόρθωσε να σταθεροποιηθεί στον ελλαδικό χώρο και να ενταχθεί, κατά κάποιο τρόπο, χάρις και στη ενθουσιώδη αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε, τα πράγματα άλλαξαν με το δεύτερο κύμα που κινήθηκε με την ένταση και την έκταση ενός τσουνάμι.

Εννοείται πως η ισοπεδωτική άποψη που συνέχισε να προβάλλεται από τους αριστερούς («πας μη φιλομετανάστης είναι ρατσιστής») και υιοθετήθηκε απερίσκεπτα από σημαντικό τμήμα του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου με την άκριτη συνταύτιση στο «μεταναστευτικό» ζήτημα, ευνόησε την ανάπτυξη των ακροδεξιών και ρατσιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.

Η υπεράσπιση άνευ όρων κάθε αλλοδαπού και η ένοχη σιωπή απέναντι σε απάνθρωπες πρακτικές (βιασμοί, σωματεμπόριο, πρεζεμπόριο) και δολοφονίες εκ μέρους ενός τμήματός τους, η κινητοποίηση για την διαβόητη περίπτωση του αλλοδαπού Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ (που σχετιζόταν με βιασμό ανήλικου ομοεθνή του) στη Νίκαια για την υποτιθέμενη δολοφονία του από τους μπάτσους, ενώ τα γεγονότα έδειχναν άλλες αιτίες και συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του. Ακόμη, τα γελοία και ρατσιστικά συνθήματα του είδους «μετανάστες μη μας αφήνετε μόνους με τους έλληνες», «Έλληνες είστε και φαίνεστε», «Ξεφτίλες πατριώτες» και άλλα παρόμοια, διευκόλυναν ένα διχαστικό και εμφυλιοπολεμικό κλίμα χωρίς να υπάρχει ούτε κοινωνική, αλλά ούτε και πολιτική βάση στήριξης για κάτι τέτοιο.

Ξεχάστηκε, μέσα στη δίνη ενός αλλοπρόσαλλου «φιλομεταναστευτισμού» πως όταν οι εξουσιαστές (αριστεροί και δεξιοί) φορούν το ανθρωπιστικό τους προσωπείο πραγματοποιούν τις πλέον απάνθρωπες ενέργειες. Οι σφαγές και οι μετατοπίσεις πληθυσμών αξιοποιούνται για την διάλυση των μη εμπόλεμων κοινωνικών χώρων, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν ανώδυνα οι καταδυναστευτικοί σχεδιασμοί της κυριαρχίας. Αυτό συνέβη στον ελλαδικό χώρο.

Λίγη σκέψη και εκτίμηση της κατάστασης θα μπορούσε να προβληματίσει. Αρκεί να έμπαινε το ερώτημα: Είναι δυνατόν να γίνεται αποδεκτή από τους αγωνιζόμενους η συμφωνία «Δουβλίνο 2», που υπογράφτηκε μεταξύ των εξουσιαστών, για την επαναπροώθηση στον ελλαδικό χώρο των αλλοδαπών που θα μετακινούνται προς τον ευρωπαϊκό χώρο;

Έχει μετατραπεί ο ελλαδικός χώρος σε ένα επίγειο παράδεισο όπου θα έχουν θέση οι κατατρεγμένοι αυτού του κόσμου; Επέλεξε ο πληθυσμός του ελλαδικού χώρου στο να έρθουν τόσα εκατομμύρια αλλοδαποί; Όχι βέβαια. Αυτή ήταν επιλογή της κυριαρχίας.

Πως και γίνεται να αφήνονται ανοικτά τα σύνορα για να υπάρξει μιας τέτοιας έκτασης ροή ανθρώπων, όταν είναι βέβαιο πως θα προκληθούν ανυπέρβλητες καταστάσεις και μεγάλα προβλήματα σε ένα κομμάτι του πληθυσμού;

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως οι αναρχικές απόψεις χρειάζονται συνθήκες ελευθερίας για να λειτουργήσουν και να ευδοκιμήσουν.

Ας πάρουμε υπ’ όψιν μας μια δεδομένη αναρχική άποψη και ένα συγκεκριμένο γεγονός, όπως το ζήτημα της κατάργησης των συνόρων. Δεν είναι επιτυχία των αναρχικών, ούτε κάποιου κινήματος το άνοιγμα των συνόρων ενός κράτους, όταν εξακολουθούν να υπάρχουν οι συνθήκες κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης. Αντίθετα, αυτή η πολύ σημαντική θέση που αποτελεί συστατικό της αναρχικής θεώρησης γίνεται, στην προκειμένη περίπτωση, εργαλείο εκμετάλλευσης εκ μέρους των κρατούντων.

Πολλοί ισχυρίζονται πως ισχυρό κίνητρο γι’ αυτήν την απόφαση του ελλαδικού κράτους ήταν η επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με χίλια ευρώ για κάθε αλλοδαπό. Αυτό είναι το πρόσχημα. Στην πραγματικότητα ο στόχος ήταν η αποδιοργάνωση του κοινωνικού χώρου και μαζί με αυτό να στραφεί ένα τμήμα της κοινωνίας προς ακροδεξιές πολιτικές κατευθύνσεις.

Είναι γεγονός πως οι κρατιστές που προκάλεσαν το πρόβλημα, έδωσαν και την «λύση» με την ενίσχυση ενός ακροδεξιού κατασκευάσματος τους, δια μέσου του οποίου ένας αρκετά σημαντικός αριθμός ανθρώπων του μόχθου απομακρύνθηκε, έστω και προσωρινά, από τα προβλήματα που προκαλεί η χειροτέρευση των συνθηκών σκλαβιάς.

Το θέμα είναι αν το μέρος του αντιεξουσιαστικού λεγόμενου χώρου που υιοθέτησε τις, αριστερής προέλευσης, «φιλομεταναστευτικές» απόψεις και πρακτικές μπορεί να αντλήσει τα απαιτούμενα συμπεράσματα. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η κατανόηση της πρωτοπόρας στάσης της αριστεράς, στο να ανοίγει το δρόμο για να υλοποιηθούν οι κρατικοί και ευρύτεροι σχεδιασμοί της κυριαρχίας που τις συγκαλύπτει μέσα από δήθεν κινήσεις αλληλεγγύης και προστασίας των αλλοδαπών.

Εν κατακλείδι θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν πως το ζήτημα των αλλοδαπών έτυχε και θα τυγχάνει πολλαπλής εκμετάλλευσης ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι των κάθε είδους εξουσιαστικών μερίδων που προωθούν τα συνολικότερα σχέδια της κυριαρχίας. Κρατιστές, αριστεροί, σοσιαλιστές, πατριώτες, κομμουνιστές και ακροδεξιοί εδώ και χρόνια έχουν στρωθεί στο πολιτικό φαγοπότι εκμεταλλευόμενοι τις άθλιες συνθήκες στις οποίες βρίσκονται εκατομμύρια αλλοδαποί.

Οι αναρχικοί δεν έχουμε κανένα λόγο να ακολουθήσουμε τέτοιες επαίσχυντες διαδικασίες, σιγοντάροντας τέτοιου είδους καταστάσεις. Είναι απαραίτητο, ξεκαθαρίζοντας τη στάση και τη δράση μας, να προχωρήσουμε σταθερά χωρίς να υποκύπτουμε σε κινδυνολογίες και πολιτικούς «πειρασμούς».

 

Συσπείρωση Αναρχικών

 

1. Όπως για παράδειγμα η ανάρτηση στο διαδίκτυο http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1397975

2. ΦΑΣΙΣΜΟΣ - ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 70, Μάρτιος 2007.

3. Αντιφασιστικές εμμονές, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ. 92, Μάρτιος 2010

4. Βολίν, Η Άγνωστη Επανάσταση, έκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη

5. Βλέπε σχετικά: Η Αρχή του Τέλους της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φ. 89, Δεκέμβριος 2009.

 

Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.117, Ιούνιος 2012

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 14 Ιούνιος 2012 00:30