Ας συνεχίσουμε να χαράζουμε δρόμους για την αναρχία, με αδέσμευτη  σκέψη και δράση!


Επικοινωνία

TA ΓΚΕΤΟ, Η «ΚΑΘΑΡΗ ΠΟΛΗ» ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ «ΜΙΑΣΜΑΤΩΝ» PDF Εκτύπωση E-mail
Παρασκευή, 21 Αύγουστος 2009 02:52

 

 

 

«Κυρίαρχο ανάμεσα σ’ αυτά τα προβλήματα ήταν η «διατάραξη της κοινωνικής ευταξίας στο «κέντρο της πόλης», που αποτελεί λόγιο και πολιτικό ευφημισμό για την φανερή ανικανότητα του σκοτεινού γκέτο να συγκρατήσει έναν ανυπόληπτο και υπεράριθμο πληθυσμό, ο οποίος στο εξής θα θεωρούνταν όχι μόνο ως έκφυλος και δόλιος, αλλά και ως απόλυτα επικίνδυνος υπό το φως των αστικών εξεγέρσεων των μέσων της δεκαετίας του ‘60. Καθώς τα τείχη του γκέτο σείονταν και υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσουν, οι τοίχοι της φυλακής αντίστοιχα επεκτάθηκαν, διευρύνθηκαν και ενισχύθηκαν και ο «περιορισμός της διαφοροποίησης», που είχε ως στόχο να κρατήσει χωριστά μια ομάδα, κέρδισε την πρωτοκαθεδρία από τον «περιορισμό της ασφάλειας» και τον “περιορισμό της εξουσίας”».

 

Loic Wacquant, Η Παγκοσμιοποίηση του ρατσισμού,

Το Γκέτο ως φυλακή, η φυλακή ως γκέτο

 

 

Tα παραπάνω αναφέρονται στις εξελίξεις που σημάδεψαν τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 το «φυλετικό» ζήτημα στις ΗΠΑ. Παραμένοντας πεισματικά μακριά από κάθε τοποθέτηση που μέσα από τον μανδύα του αντι-ρατσισμού, του αντι-εθνικισμού και του αντι-φασισμού έρχεται να συνδιαχειριστεί το εύρος ή την δημοκρατικότητα των κρατικών επιλογών, θα προσπαθήσουμε να τοποθετηθούμε και πάλι σε ορισμένα ζητήματα. 

 

Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παρά το πέρασμα του χρόνου οι μέθοδοι, αλλά και το ιδεολογικό οπλοστάσιο των κυρίαρχων σε πολλά ζητήματα παραμένουν αναλλοίωτα. Ειδικά μάλιστα στις κρίσιμες περιόδους που μεταβάλλονται οι συνθήκες δουλείας των ανθρώπινων κοινωνιών, όταν δηλαδή το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού –πολιτισμικού, πολιτικού ή οικονομικού– επανακινεί διαρκώς τους μηχανισμούς της κυριαρχίας.

 

Πολλά γράφονται για μιαν ακόμη φορά την τελευταία περίοδο για το τελικό ξεκαθάρισμα από πλευράς του κράτους της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο λεγόμενο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.

 

Οι χαρακτηρισμοί γνωστοί και μη εξαιρετέοι.

Ο κυρίαρχος λόγος, όπως συνήθως, «θυματοποιεί» και ταυτόχρονα «ενοχοποιεί». «Επικίνδυνοι» και «μιασματικοί» οι μετανάστες, οι πόρνες, οι επαίτες. Ενοχλητικοί και ανυπόφοροι στη όψη οι εξαρτημένοι, ανεπιθύμητοι ακόμα και στα επαναστατικά «ταμπούρια». Το «απόστημα» πρέπει να «σπάσει», τα γκέτο πρέπει να γκρεμιστούν... Προφανώς για να κατασκευαστούν νέα με την διατήρηση ή τον σχετικό επαναπροσδιορισμό του στιγματισμού, του καταναγκασμού, του χωροταξικού περιορισμού, και του θεσμικού εγκλεισμού.

 

Οι λέξεις μπορούν εύκολα να πληθύνουν. Διαχωρισμός, ρατσισμός, καχυποψία, διωγμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, δημοκρατικές ευαισθησίες, κινηματικές συνδιαχειρίσεις του πολιτικού κέρδους από την ειδίκευση στο «ζήτημα» των μεταναστών και πάει λέγοντας.

 

Ας κάνουμε, όμως, μια μικρή αλλά χρήσιμη αναδρομή σε μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις, όπως αυτή που αναφέραμε στην αρχή και συγκεκριμένα στο «φυλετικό» ζήτημα στις ΗΠΑ.

Ενάμισι εκατομμύριο αφροαμερικάνοι μετακινήθηκαν την περίοδο 1910-’30 από τον Νότο στα αναπτυσσόμενα βιομηχανικά κέντρα των μεσοδυτικών και βορειοανατολικών πολιτειών. Τους ακολούθησαν ακόμη τρία εκατομμύρια την περίοδο 1940-’60. Πίστεψαν ότι από την πτώση της παραγωγής βάμβακος λόγω των πλημμυρών. Πίστεψαν ότι οι δολοφονίες, οι εξευτελισμοί, οι επιδρομές και οι διωγμοί που υφίσταντο στο όνομα της «έμφυτης ανωτερότητας των λευκών» θα ήταν πια παρελθόν. Μόνο που η φυλετική διαίρεση ήταν συνέπεια και όχι προϋπόθεση της δουλείας στις ΗΠΑ.

 

Ο Βορράς, λοιπόν, φάνταζε ως η γη της επαγγελίας, αφού μετά την έναρξη της πρώτης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής τα εργατικά χέρια ήταν απαραίτητα, και οι υποσχέσεις για τη παροχή πολιτικών δικαιωμάτων, ψήφου και «ισότητας» δελεαστικές. Εδώ έλειπαν οι ταπεινωτικές επιγραφές με την ένδειξη «λευκοί» ή «έγχρωμοι», υπήρχε μεγαλύτερη ευχέρεια στις μετακινήσεις στους λεγόμενους δημόσιους χώρους, επιτρεπόταν η ελεγχόμενη δυνατότητα οικονομικής ανόδου («οροφή στις επαγγελματικές επιλογές»).

 

Παρ’ όλα αυτά οι αφροαμερικάνοι άρχιζαν να συγκεντρώνονται σε «μαύρες ζώνες», τα γκέτο, όπου οι ασθένειες θέριζαν και η αθλιότητα χαρακτήριζε το παρόν και το μέλλον, αφού οι  δουλειές για τις οποίες τους προόριζαν ήταν οι πιο κακοπληρωμένες και ανθυγιεινές.

 

Τα γκέτο, «πόλεις μέσα στις πόλεις», με την «δική» τους «εσωτερική» κοινωνική διαστρωμάτωση, αλλά και τους αντιπροσώπους που αναδεικνύονταν κατά καιρούς, εξασφάλιζαν την απόσταση που όριζε ή που επεδίωκε να ορίσει η εξουσία από τους δούλους, που δήθεν απελευθερώθηκαν.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και ενώ έχουν προηγηθεί κοινωνικές συγκρούσεις, που συνταράσσουν εκατοντάδες αμερικάνικες (και όχι μόνο) πόλεις, είναι φανερό  πλέον ότι για τους κυρίαρχους τα γκέτο δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη «λύση».  Οι μετανάστες από το Μεξικό, την Καραϊβική και την Ασία πολλαπλασιάζονται. Οι έγχρωμοι, έχοντας εξασφαλίσει το δικαίωμα ψήφου και γενικότερα πολιτικά δικαιώματα προσπαθούν να ξεφύγουν από την απομόνωση των γκέτο. Όσοι εξακολουθούν να τους θεωρούν μιάσματα και έχουν την οικονομική δυνατότητα, παύουν να στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία, κατοικούν πλέον σε προάστια, ενώ οι αρχές υπόσχονται και εφαρμόζουν σκληρά μέτρα επιβολής του νόμου και της τάξης, όπου απειλούνται «φυλετικές» ταραχές.

 

Σταδιακά το κέντρο των πόλεων και τα γκέτο χαρακτηρίζονται ως οι «τρομερές» περιοχές που κατοικούν μόνο μαύροι για να έρθει το σωφρονιστικό σύστημα για να ξεκαθαρίσει περισσότερο τα πράγματα: το να είσαι έγχρωμος άνθρωπος μιας ορισμένης οικονομικής κατάστασης και ενός περιβάλλοντος αρκεί για να λάβεις την ταυτότητα του εγκληματία.

 

Οι φυλακές δεν γεμίζουν απλά, αλλά κατακλύζονται από μαύρους την ίδια στιγμή, που η λεγόμενη εγκληματικότητα παραμένει στα ίδια επίπεδα. Στους κατάδικους στερούνται τα λεγόμενα πολιτικά δικαιώματα και κάθε εργασιακή ευκαιρία. Οι νόμοι καταργούν τα δελτία τροφίμων σε κάθε καταδικασμένο σε κράτηση έστω και για 60 ημέρες, αλλά και τις πληρωμές του ταμείου ανεργίας στους βετεράνους πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι ο νόμος για τις εργασιακές ευκαιρίες και την Προσωπική ευθύνη του 1996 απέκλεισε περαιτέρω τους πρώην κατάδικους από την ιατροφαρμακευτική βοήθεια, την στεγαστική πολιτική, τις παροχές της νομοθεσίας για την στέγαση των φτωχών.

 

Ας επιστρέψουμε όμως στον ελλαδικό χώρο.

Είναι φανερό ότι το κράτος οδεύει σε μια «λύση» του προβλήματος που ονομάζεται εγκληματικότητα στο λεγόμενο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Το σχέδιο περιλαμβάνει τελικά την εκδίωξη από τις περιοχές της Ομονοίας, της πλατείας Θεάτρου, και πλατείας Καραϊσκάκη των «μιασμάτων»: «Πρεζάκια», «βαποράκια», πόρνες, επαίτες, κλεφτρόνια, «παράνομοι» μικροπωλητές, και «λαθρο»μετανάστες. Η «ασφάλεια» προβάλλεται συστηματικά ως το ύψιστο αγαθό, και η κοινωνία στο σύνολο της οφείλει να νιώσει ότι κινδυνεύει.

 

Έχουν γραφτεί επανειλημμένα οι λόγοι και έχουν αναλυθεί οι σχεδιασμοί εκ μέρους των εξουσιαστών σε σχέση με τις λεγόμενες αναπλάσεις γενικότερα. Θα παρατηρήσουμε μόνο ότι κάθε περιοχή έχει την ιδιαιτερότητά της, αλλά εντάσσεται στον γενικότερο σχεδιασμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο το κέντρο της πόλης «επανασχεδιάζεται» για να οριστούν εκ νέου οι δυνατότητες κοινωνικού ελέγχου, οι σχέσεις ιδιοκτησίας και η κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων: εμπορικά κέντρα, πεζόδρομοι και πλατείες χωρίζουν, αλλά και ενοποιούν τις «καλές» από τις «κακές γειτονιές» (οι επιχειρήσεις διασκέδασης, η αγορά των ακινήτων στου Ψυρρή, στην Ομόνοια, στο Μεταξουργείο, στο Γκάζι κ.ά.).

 

Η διαδικασία αυτή δεν έχει ξεκινήσει τώρα.

Περιελάμβανε εξ αρχής τον εκτοπισμό, την εξαναγκαστική μετακίνηση των φτωχών, των άστεγων, των αλλοδαπών, των τοξικοεξαρτημένων. Όσο εξαναγκαστική είναι κάθε φορά η μετακίνηση τους ακόμα και όταν δεν έχει τον φανερό χαρακτήρα ενός διωγμού, άλλο τόσο εξαναγκαστική είναι και η παραμονή τους στα διάφορα σημεία. Ακόμα και σε εκείνα που τους δόθηκε η δυνατότητα μακρόχρονης εγκατάστασης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των τοξικοεξαρτημένων. Οι κατασταλτικές μεθοδεύσεις έχουν να κάνουν τόσο με την ώθηση των εξαρτημένων σ’ ένα σημείο όσο και με την εκδίωξη τους από αυτό.

 

Οι λόγοι είναι απλοί.

Ως γνωστόν, βασική προϋπόθεση για την κυριαρχία του κράτους επάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες αποτελεί η καταστολή και ο έλεγχος τους. Η προσπάθεια χειραγώγησης με σκοπό την καθυπόταξη της κοινωνίας παραμένει ένα διαρκές μέλημα του κράτους και των αφεντικών, η οποία επιχειρείται μεθοδικά, κλιμακωτά και σε διάφορα επίπεδα.

 

Η κατασταλτική δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι κρατιστές στους τοξικοεξαρτημένους, που αποτελούν κοινωνική ομάδα μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, είναι και αυτή διαβαθμισμένη. Η αποδόμηση της προσωπικότητας και η εξαθλίωση που επέρχεται με την ουσιοεξάρτηση είναι η πρώτη επιτυχής στόχευση του κράτους, που υποτάσσει τον άνθρωπο οδηγώντας τον στην απομόνωση και τον αποκλεισμό.

 

Η ίδια η καθημερινότητα των τοξικοεξαρτημένων είναι αντιανθρώπινη και εξευτελιστική. Από την μια κυνηγημένοι από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς (συλλήψεις, ξυλοδαρμοί, βίαιοι εγκλεισμοί σε ψυχιατρεία, φυλακίσεις κ.ά.) και από την άλλη καταναγκασμένοι λόγω της εξάρτησης στην αναζήτηση της ουσίας. Όπως κάθε κοινωνική ομάδα που βρίσκεται κάτω από το ζυγό ενός ακραίου καταναγκασμού και καταστολής, έτσι και οι τοξικοεξαρτημένοι λόγω του τρόπου «ζωής», που τους έχει επιβληθεί μέσα από την ωμή βία και την εξαθλίωση, διατηρούν πάντα το στοιχείο της επικινδυνότητας για την διατάραξη της κοινωνικής ομαλότητας.

 

Το κράτος, μέσω των μηχανισμών επιβολής του, προκειμένου να περιορίσει τον κίνδυνο αυτόν, περνά στην πρακτική του μαζικού ελέγχου. Η δημιουργία της λεγόμενης πιάτσας, η οποία χρησιμοποιείται ως σημείο μάζωξης των εξαρτημένων, αποτελεί μια από τις τεχνικές ελέγχου τους. Οι εξουσιαστές γνωρίζουν καλά πως όποιος εγκλωβίζεται γίνεται ευκολότερα ελέγξιμος.

 

Στο πέρασμα του χρόνου και καθώς οι εξουσιαστές κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους στην κοινωνία με τους όρους σκλαβιάς να γίνονται πιο επώδυνοι, οι κάθε λογής εξαρτήσεις και η αλλοτρίωση των ανθρώπων βαθαίνουν. Ως «φυσικό» αποτέλεσμα έρχεται και η σταδιακή αύξηση των εξαρτημένων ανθρώπων από ναρκωτικές ουσίες, αφού η νάρκωση σ’ όλα τα επίπεδα και τις μορφές της χρησιμοποιείται ως όπλο απέναντι στην κοινωνία με σκοπό την διατήρηση των συνθηκών δουλείας της. Καθώς οι τοξικοεξαρτημένοι πληθαίνουν, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί προβαίνουν σε επιχειρήσεις εκδίωξης από τη μία περιοχή στην άλλη, ανάλογα με την περίοδο και τα εκάστοτε συμφέροντα, λ.χ. από την Ομόνοια στην πλατεία Βάθης, από το Μουσείο στα Εξάρχεια και από εκεί και πάλι στην πλ. Βάθης κ.ο.κ. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση της περιόδου της διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων, οι καλοκαιρινές περίοδοι όταν λόγω του τουρισμού η εικόνα του κέντρου της πόλης πρέπει να αλλάζει προκειμένου να γίνεται ελκυστικότερη στους τουρίστες καταναλωτές, είτε και στους ντόπιους.

 

Μ’ άλλα λόγια προκείμενου να κρύψουν την εξαθλίωση αυτών των ανθρώπων για την οποία οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι, τους απομακρύνουν με την βία των μπάτσων, των μαγαζατόρων και των μπράβων τους από τα σημεία στα οποία καταναγκάστηκαν να συχνάζουν. Οι εξουσιαστικοί στόχοι φαίνεται πως έχουν επιτευχθεί. Καταστολή και έλεγχος ενός κοινωνικού κομματιού ενάντια στο οποίο στρέφονται πλέον και άλλες κοινωνικές ομάδες. Άλλωστε ο περίφημος «κοινωνικός αυτοματισμός» αποδείχτηκε ικανός να δίδει το παρόν ακόμα και σε περιοχές, που εννοείται ότι φημίζονται για την απέχθεια τους σε παρόμοιες λογικές, παρ’ ότι η λογική της «χωρο»φύλαξης λόγου χάρη της πλατείας Εξαρχείων ήταν αναμενομένο να εκτεθεί και μάλιστα ανεπανόρθωτα ακόμα και στα μάτια των περισσοτέρων αρχικά συμμετεχόντων σε παρόμοιες κινήσεις.

{mospagebreak}

 

 

 

Βέβαια, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι εξουσιαστές αποκομίζουν τεράστια οφέλη εκμεταλλευόμενοι «αυθόρμητες» κινήσεις αυτοοργανωμένων πολιτών και επιτροπάτων κατοίκων που συστρατεύονται κάτω από το σύνθημα «δεν πάει άλλο», δηλώνοντας ότι είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα (;) ενάντια στην λαίλαπα της εγκληματικότητας που μαστίζει την περιοχή τους. Πολλά από τα μέλη που απαρτίζουν τα εν λόγω επιτροπάτα τυγχάνουν μέλη κομματικών μηχανισμών, αλλά και μαγαζάτορες με «ειδικά» ή συνήθη συμφέροντα στην εκάστοτε περιοχή. Προβάλλοντας πάντα την αυτοοργάνωση και τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, κραυγάζουν στείρα συνθήματα από κοινωνικής σκοπιάς και τοπικιστικού χαρακτήρα, όπως λόγου χάρη «έξω η πρέζα ή τα προγράμματα απεξάρτησης από τα Εξάρχεια», ζητώντας περισσότερη αστυνόμευση, ενώ άλλοι δεν διστάζουν να προτρέψουν στην προσφυγή σε παλιές αλλά «ασφαλείς» λύσεις («ανοίχτε τα ξερονήσια και ρίχτε τους μέσα»!!!).

 

Σ’ άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με τις πολιτικές στοχεύσεις κομμάτων, οργανώσεων, ομάδων επαναλαμβάνονται οι συνήθεις προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος της ουσιοεξάρτησης στο όνομα «της ελεύθερης αυτοδιάθεσης του σώματος», της «ελεύθερης διακίνησης των ναρκωτικών». Όσο για τα ΜΜΕ δεν παραλείπουν να στήσουν τα πάνελ των ειδικών (εγκληματολόγων, ψυχολόγων κ.ά.) και να φιλοξενούν αγανακτισμένους «επιφανείς» ή «απλούς» πολίτες (ηθοποιούς, δικηγόρους), αλλά και πολιτικούς από κάθε κομματικό μηχανισμό. Ο καθένας τους συνεισφέρει στον «διάλογο». Οι εγκληματολόγοι παραθέτουν στοιχεία για την αύξηση των στατιστικών εγκληματικότητας, οι ψυχολόγοι αναλύουν την βία προτείνοντας διάφορες μορφές εγκλεισμού, οι αγανακτισμένοι πολίτες συμφωνούν παραθέτοντας στοιχεία για την υποβάθμιση των αγοραστικών αξιών των ακινήτων και τη μείωση της εμπορικής κίνησης των «ευαίσθητων» περιοχών. Όσο για τους πολιτικούς, υπόσχονται να αναλάβουν δράση για να δώσουν λύσεις και να ανακουφίσουν «το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών».

 

Η ουσία, βέβαια, βρίσκεται πολύ μακριά από «επικίνδυνες» και «ασφαλείς» περιοχές, από «κρυφές» και «φανερές» πιάτσες ναρκωτικών και από βολικούς διαχωρισμούς χρηστών και ουσιών. Ούτε βέβαια η  τοξικοεξάρτηση είναι ασθένεια, εκτός αν πιστέψουμε διάφορα φυντάνια και θιασώτες της αμερικάνικης (και όχι μόνο) ψυχιατρικής.

 

Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ή να καμώνονται πως πιστεύουν ότι η παρουσία εξαρτημένων στην περιοχή ή στην πλατεία «τους» ανά περιόδους είναι «πολύ παραπάνω από το μερτικό της γειτονιάς». Μόνο που η γειτονιά και οι σχέσεις που την συνέθεταν είναι ένα άταφο πτώμα προ πολλού. Κάποιοι μπορεί να βολεύονται ξεχνώντας συνειδητά ότι η κοινωνική ανοχή στο διαφορετικό δεν αποτελεί μια παθητική στάση απέναντι στις «μειοψηφίες», στους κατατρεγμένους, στους επαίτες, στους ψυχικά ασθενείς, στους εξαρτημένους, στους «διαφορετικούς», αλλά συστατικό στοιχείο της κοινωνικής συνοχής και προστασίας απέναντι σε κάθε διωγμό, που εξαπολύει με συστηματικό τρόπο η εξουσία.

 

Πολλοί επίσης ξεχνούν ότι ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος που ασκούσε η γειτονιά συνοδευόταν από αυθεντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, την αναγνώριση των αδυνάτων μελών, που βασίζονταν στη γνωριμία μεταξύ των γειτόνων, την εμπιστοσύνη και αλληλοβοήθεια, το κύρος κάποιου στη γειτονιά, το φιλότιμο κλπ.

 

Είναι αλήθεια ότι οι  επιβαλλόμενες εξουσιαστικές σχέσεις ποδοπάτησαν πολλές μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης. Η προστασία της ιδιοκτησίας και το ιδανικό της ασφάλειας μπόλιασαν τις επιβαλλόμενες από την εξουσία τάσεις ιδιώτευσης, που σιγά - σιγά επικράτησαν έναντι της κοινωνικής υπεράσπισης της κοινότητας.

 

Η συναίνεση σε κάθε μορφής διωγμό, εκτοπισμό και διαπόμπευση των ορισμένων από την εξουσία ως ανεπιθύμητων ή «αποβλήτων» ήρθαν πολλές φορές σταδιακά να αντικαταστήσουν τους άτυπους κώδικες κοινωνικής συνύπαρξης και κοινωνικού προσδιορισμού απέναντι στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και θεσμούς. Καλείται, μ’ άλλα λόγια, καθένας να δεχθεί ότι για τα κοινωνικά προβλήματα δεν ενοχοποιείται το ίδιο το κράτος αλλά οι πόρνες, οι ναρκομανείς, οι αλήτες, οι άστεγοι, οι αναρχικοί, οι κάθε λογής φτωχοδιάβολοι.

 

Όμως, μπορούν, όσοι τουλάχιστον διατείνονται ότι αγωνίζονται για την κοινωνική απελευθέρωση και μάλιστα από αναρχικής σκοπιάς, να δικαιολογούν την συστηματική εκδίωξη εξαρτημένων ανθρώπων που καταφεύγουν στην διακίνηση για να εξασφαλίσουν την δόση, βαφτίζοντάς τους εμπόρους, για να δικαιωθεί «κοινωνικά» και «αγωνιστικά» το εγχείρημα; Μπορεί κάτι τέτοιο να ταυτίζεται με το «χτύπημα» της πρέζας, ή με το χτύπημα των πρεζεμπόρων (!!!) της περιοχής των Εξαρχείων;

 

Μπορεί κανείς να αγνοεί ότι στο λιανικό εμπόριο, εκτός από τους εξαρτημένους συμμετέχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι για βιοποριστικούς λόγους ακόμα και αν έχουν κάποια εργασία για να μεταβληθούν τελικά και οι ίδιοι σε εξαρτημένους;

 

Ή μήπως δεν γνωρίζει κανείς ότι από την λεγόμενη δεύτερη γενιά ομογενών που ήλθαν στην χώρα αλλά και αλλοδαπών μεταναστών, όλο και περισσότεροι άνθρωποι περιέρχονται στην ίδια κατάσταση εξαθλίωσης από τις ναρκωτικές ουσίες; Μπορούν, τέλος, οι εξαρτημένοι να χαρακτηρίζονται ως αποκτηνωμένοι, επικίνδυνοι και ρουφιάνοι στο σύνολο τους και μάλιστα από δηλωμένους αντιρατσιστές;

 

Τουλάχιστον θα πρέπει να γνωρίζει ο καθένας ότι το κράτος και οι μηχανισμοί του, και αντιλαμβάνονται και παρακολουθούν στενά και έχουν την δυνατότητα να διατηρούν λογικές που αντιμετωπίζουν ένα κοινωνικό χώρο ως ένα πεδίο ζωνών επιρροής. Μ’ άλλα λόγια, λογικές άσκησης εξουσίας σε μια περιοχή δεν μπορούν παρά να εντάσσονται κάτω από την συνεχή εποπτεία του πραγματικού αφεντικού, που παραμένει το κράτος και οι μηχανισμοί του. Μ’ άλλα λόγια, η διατήρηση των συσχετισμών δύναμης και επιβολής, η διαιώνιση των οικονομικών ή άλλων συμφερόντων που μπορεί να έχουν μαγαζάτορες ή ιδιοκτήτες ακινήτων, λαμβάνονται υπ’ όψιν σε συσχετισμό με κάθε άλλον αυτοχρισμένο ή αναγνωρισμένο παράγοντα της γειτονιάς, της περιοχής ή της Α ή Β πλατείας.

 

Θα το επαναλάβουμε. Το κράτος διατηρεί –και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;– την δυνατότητα να καταναγκάζει εξαρτημένους από ναρκωτικά ή «παράνομους» μετανάστες με ή χωρίς παραβατική συμπεριφορά να συγκεντρώνονται σε σημεία ελέγχου. Οι στρατιές αυτών των ανθρώπων που έχουν κατακλύσει συγκεκριμένα σημεία του λεγόμενου ιστορικού κέντρου, αλλά και το παλιό Εφετείο της οδού Σωκράτους, όπου διαμένουν σε άθλιες συνθήκες, συνεχώς πληθαίνουν.

 

Η –για μιαν ακόμη φορά βίαιη μετακίνησή τους– είναι φανερό ότι έχει γίνει επιτακτική ανάγκη για τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς. Είναι επίσης φανερό ότι οι εξουσιαστές θεωρούν ότι η κατάσταση των προβλημάτων αυτών των ανθρώπων είναι τόσο εκρηκτική, ώστε καθίσταται απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη η πολυπληθής πλέον παρουσία τους σ’ όλο το κέντρο της πόλης και ειδικότερα σε περίπτωση ξεσπάσματος κοινωνικών ταραχών.

 

Περίπτωση, βέβαια, που είναι ιδιαίτερα πιθανή ανά πάσα στιγμή, ανεξάρτητα από την αφορμή. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες ταραχές μ’ αφορμή την διαδήλωση 1500 μεταναστών από το Πακιστάν, τη Μέση Ανατολή, το Αφγανιστάν και το Ιράν, ύστερα από γιγάντια επιχείρηση αρετής στις περιοχές της Κυψέλης και του Αγ. Παντελεήμονα (ελέγχθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι, όπως συνήθως, με εξευτελιστικό τρόπο και σε μια περίπτωση αστυνομικός έσκισε σελίδες από το Κοράνι που κατείχε ένας μετανάστης).

 

Για εμάς δεν χωρά, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι οι διωγμοί, οι εκτοπισμοί των «λαθραίων», λόγου χάρη, μεταναστών από κάθε σημείο που θεωρείται βιτρίνα της πόλης θα προχωρήσουν παράλληλα με επιδείξεις ενίσχυσης των πολιτικών δικαιωμάτων των νόμιμων μεταναστών και επίδειξη των αποτελεσμάτων της προσπάθειας ένταξης ενός σημαντικού κομματιού.

 

Απ’ αυτήν την άποψη, η οποιαδήποτε προταγματική αιτηματολογία νομιμοποίησης μέρους ή ακόμα και του συνόλου των μεταναστών δεν αποτελεί παρά έμμεση στήριξη και συνδιαχείριση του «προβλήματος» από αγωνιστικής σκοπιάς. Θα αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετος, γιατί να θεωρείται μεμπτό να ζητά κανείς την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών; Γιατί πολύ απλά όχι μόνο όλοι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο λέγεται κατ’ επίφαση, άρα οι εμπνευστές του αιτήματος εξαπατούν με την υιοθέτησή του, αλλά και γιατί βάζει το «πρόβλημα» κάτω από την ομπρέλα της ένταξης και της ενσωμάτωσης, δηλαδή σε καθαρά θεσμικό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς είναι και η λογική του κράτους αλλά και «ακραίων» κομματικών σχηματισμών, όπως το ΛΑΟΣ, στο οποίο υποτίθεται ότι αντιπαρέρχονται οι αριστεροί αντιρατσιστές και όχι μόνο.

 

Αλλά υπάρχει και ένας ακόμη σοβαρός λόγος.

Αναφέραμε στην αρχή το παράδειγμα των γκέτο στις ΗΠΑ, στα οποία οι έγχρωμοι άλλοτε απομονώθηκαν και άλλοτε έγινε αποδεκτή η «έξοδός» τους για να ορισθούν οι όροι και ο βαθμός ένταξής τους με βάση την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ευκαιριών οικονομικής ανόδου. Αυτά ακριβώς τα δικαιώματα που τόσο απλόχερα έδωσαν οι εξουσιαστές, άλλο τόσο αδίστακτα αναθεώρησαν, όταν λίγο αργότερα γέμιζαν τις φυλακές με έγχρωμους «εγκληματίες». Άρα είναι ηλίου φαεινότερον ότι δικαιώματα έχουν όσοι είναι διατεθειμένοι να υποταχθούν, όσοι είναι αποφασισμένοι να ενταχθούν και μάλιστα ολοκληρωτικά στις νόρμες και στις προσταγές της εξουσίας.

 

Η ενσωμάτωση παραμένει προτεραιότητα και ζητούμενο για κάθε εξουσία σε κάθε χρόνο και σε κάθε χώρο. Κάθε διαδικασία αφομοίωσης, όμως, αποτελεί αυτή καθεαυτή και μια μορφή ελέγχου και τελικά καταστολής διαφόρων εκφράσεων κοινωνικής ανυποταξίας.

 

Όσο για τις κατασταλτικές μεθοδεύσεις κλασικού τύπου, είναι γεγονός ότι  προσπαθούν να καλύψουν το σύνολο του κοινωνικού χώρου και δεν μπορούν να κατανοηθούν, κατά πόσο μάλλον να γίνει δυνατόν να αντιπαρατεθεί κανείς σ’ αυτές, εάν θεωρηθεί ότι η ουσία τους είναι διαφορετική, όταν αφορά τους «λαθραίους» μετανάστες, τους τοξικοεξαρτημένους ή τους ανυπότακτους νεολαίους και τους αναρχικούς.

Εν κατακλείδι, για τους αναρχικούς η προοπτική δεν βρίσκεται στην όποια συμμετοχή σε αντιρατσιστικά μέτωπα, ούτε στο να δηλώνουν απλά το παρόν και την αλληλεγγύη τους γενικά και αόριστα στους μετανάστες ή στην επίδειξη επιλεκτικών αντιρατσιστικών αντανακλαστικών, όταν πλήττονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αλλοδαποί.

 

Είναι μάταιη, από αναρχικής σκοπιάς, η παρουσία και το «γέμισμα» αριστερών αντιρατσιστικών, αντιφασιστικών συγκεντρώσεων ή διαμαρτυριών, όταν όχι μόνο είναι ανύπαρκτος ο λόγος των αναρχικών που κινητοποιούνται, αλλά και όταν δεν είναι ξεκάθαρος και απλά υποκαθίσταται από ένα απλό σύνθημα που δηλώνει την αλληλεγγύη γενικά στους μετανάστες.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο ρόλος του κομπάρσου είναι εξασφαλισμένος. Αλλά το έργο καταντά βαρετό και κάθε φορά και πιο κακοπαιγμένο…

 

Κλείνοντας θα παραθέσουμε ένα από τα δέκα κατευθυντήρια σημεία που σημειώνει σε άρθρο του για τον φασισμό στην νέα Enciclopedia Italiana ο Εμίλιο Τζεντίλε:

«Ένα μαζικό κίνημα πολυταξικής συμμετοχής στο οποίο κυριαρχούν, μεταξύ των ηγετών και των μαχητικών μελών, τα μεσαία στρώματα, σε μεγάλο βαθμό νεοφερμένα στην πολιτική δραστηριότητα, οργανωμένα ως κομματική πολιτοφυλακή. Ένα κίνημα που βασίζει την ταυτότητά του όχι στην κοινωνική ιεραρχία ή την ταξική καταγωγή, αλλά στην αίσθηση της συντροφικότητας, που πιστεύει ότι είναι επιφορτισμένο με την αποστολή της εθνικής αναγέννησης, θεωρεί ότι βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους πολιτικούς αντιπάλους και στοχεύει στην κατάκτηση του μονοπωλίου πολιτικής ισχύος με τη χρήση της τρομοκρατίας, των κοινοβουλευτικών τακτικών και των συμφωνιών με τις ηγετικές ομάδες, για να δημιουργήσει ένα καινούργιο καθεστώς που καταστρέφει την κοινοβουλευτική δημοκρατία».

 

Ενδιαφέρον σύντροφοι, πολύ ενδιαφέρον…

 

Συσπείρωση Αναρχικών

 

(Δημοσιεύθηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 84, Ιούνιος, 2009)

Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 21 Αύγουστος 2009 23:41
 



Με την υποστήριξη του Joomla!. Valid XHTML and CSS.