Ας συνεχίσουμε να χαράζουμε δρόμους για την αναρχία, με αδέσμευτη  σκέψη και δράση!


Επικοινωνία

Για την ΓΑΖΑ PDF Εκτύπωση E-mail
Σάββατο, 28 Αύγουστος 2010 22:06
Ευρετήριο Άρθρου
Για την ΓΑΖΑ
Σελίδα 2
Όλες οι Σελίδες

Είναι αδύνατον, για μιαν ακόμη φορά, να μην αναγνωρίσει κανείς το γεγονός ότι το «παλαιστινιακό» βρίσκεται στο κέντρο μιας δίνης που έρχεται να επηρεάσει, αλλά και να σημαδέψει τις σφαίρες επιρροής μιας πληθώρας κρατών. Μ’ άλλα λόγια, για μιαν ακόμη φορά, εύκολα και δικαιολογημένα μπορεί να παρατηρήσει κάποιος, πως ένα τόσο μικρό κομμάτι γης μπορεί να αποτελεί για τους κυρίαρχους το κέντρο μιας, στην κυριολεξία, παγκόσμιας «σκακιέρας». Μόνο που –όπως και στο παρελθόν έχει αποδειχθεί με τον πλέον αιματηρό τρόπο– για τους κυρίαρχους δεν υπάρχει αμελητέο έδαφος στην Μέση Ανατολή.

 

Σύντομη αναδρομή

Δεν είναι τυχαίο ότι ο προσδιορισμός Μέση Ανατολή, που σαφώς δεν υιοθετήθηκε μόνο ως γεωγραφικός ορισμός μιας περιοχής, περιελάμβανε και τα Βαλκάνια στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Μέση Ανατολή, λοιπόν, περικλείει τις ηπειρωτικές περιοχές της Δυτικής Ασίας, της Βόρειας Αφρικής, αλλά και τα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε., ενώ ορίζει τα βόρεια και ανατολικά θαλάσσια σύνορα της Μεσογείου και των νότιων ακτών του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας θάλασσας και τέλος συμπεριλαμβάνει κλειστές θάλασσες, όπως η Ερυθρά, και κόλπους, όπως ο Περσικός, αλλά και θαλάσσια περάσματα στρατηγικής σημασίας για όποιον τα ελέγχει, όπως αυτά της διώρυγας του Σουέζ, του Άντεν και του Χορμούζ. Μ’ άλλα λόγια, με την στενή έννοια, πρόκειται για τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των περιοχών του Νείλου και της Μεσοποταμίας, από την Αίγυπτο ως την Περσία και με την ευρύτερη έννοια για την περιοχή που εκτείνεται από το Μαρόκο ως το Πακιστάν, δηλαδή από τον Ατλαντικό έως τον Γάγγη ποταμό. Σ’ ένα σχετικό εδάφιο για την θεμελίωση της πόλης της Βαγδάτης, ο ιστορικός και γεωγράφος του 9ου αιώνα αλ-Γιακουμπί αναφέρει τα εξής λόγια του χαλίφη Αλ-Μανσούρ (754-775): «Αυτό το νησί, ανάμεσα στον Τίγρη ανατολικά και στον Ευφράτη δυτικά είναι μια αγορά για ολόκληρο τον κόσμο. Όλα τα καράβια, που ανεβαίνουν τον Τίγρη από το Ουαζίτ, την Βασόρα, την Ουμπουλά, το Αχβάζ, το Φαρς, το Ομάν, τη Γυαμάμα, το Μπαχρέιν και πέρα, θα έρχονται και θα ρίχνουν άγκυρα εδώ. Τα πλοία, μέσω του Τίγρη, θα φέρνουν εμπορεύματα κατεβαίνοντας από τη Μοσούλη, την Ντιγιάρ-Ράμπια, το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία και μέσω του Ευφράτη, από το Ντιγιάρ Μπουντάρ, τη Ράκκα, τη Συρία και τις παραμεθόριες βαλτώδεις περιοχές, την Αίγυπτο και τη βόρεια Αφρική και θα ξεφορτώνουν εδώ. Θα είναι η λεωφόρος για τους λαούς του Τζαμάλ, του Ισπαχάν και των επαρχιών του Χορασάν. Δοξάστε τον Θεό που διαφύλαξε αυτό το μέρος για μένα και ανάγκασε όλους αυτούς που ήρθαν πριν από εμένα, να το παραμελήσουν. Στο όνομα του Θεού, θα το οικοδομήσω. Μετά θα κατοικήσω εδώ όσο θα ζω κι οι απόγονοί μου θα κατοικήσουν μετά από εμένα. Αυτή σίγουρα θα γίνει η πιο πλούσια πόλη στον κόσμο».

Δεν χρειάζεται, λοιπόν, παρά μια ματιά στον παγκόσμιο χάρτη για να καταλάβει κανείς γιατί πριν χιλιάδες χρόνια αυτοκρατορίες, όπως αυτή του Αλεξάνδρου ή η ρωμαϊκή, ολοκληρώθηκαν ως τέτοιες με την αιματηρή επέλαση και κατάκτηση του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου. Από τον 6ο μέχρι τον 11ο αιώνα, οι αραβικές(1) και μουσουλμανικές αυτοκρατορίες επιβλήθηκαν στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και κυβέρνησαν στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Σικελία ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, μέχρι η αποδυνάμωση και η διάσπαση αυτοκρατοριών, όπως εκείνη των Σελτζούκων, να ανοίξει το δρόμο για την άφιξη των πρώτων Σταυροφόρων (1096). Στην συνέχεια ήρθε η σειρά του Σαλαντίν να δημιουργήσει μια Συρο-αιγυπτιακή μουσουλμανική αυτοκρατορία και να ανακαταλάβει λίγο πριν πεθάνει το (1193) την Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, ενώ οι επιδράσεις των κατακτήσεων της Μογγολικής Αυτοκρατορίας στον αραβικό κόσμο περιορίστηκαν στο Ιράκ που προσαρτήθηκε με κέντρο το Ιράν. Στα μέσα του 13ου αιώνα, η εξουσία των Μαμελούκων Τούρκων ένωσε με την σειρά της το αιγυπτιακό με το συριακό κράτος και αντιμετώπισε με επιτυχία χριστιανούς και μογγόλους εισβολείς, για να επιβληθεί πλέον, από τον 15ο αιώνα και μάλιστα για τέσσερις αιώνες, στην περιοχή η οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1498 ο Βάσκο ντε Γκάμα, έχοντας περιπλεύσει το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, αποβιβάζεται στην Ινδία για να επιστρέψει έναν χρόνο μετά στην Λισαβόνα με ένα φορτίο μπαχαρικών και έχοντας ανοίξει ένα νέο δρόμο για την Ανατολή που ακολούθησαν γρήγορα άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι και ολλανδοί. Η αραβική Εγγύς Ανατολή, ως δρόμος του εμπορίου, υπερφαλαγγίζεται και πλέον θα φθάσουμε τον 19ο αιώνα, ώστε να περάσουν και πάλι οι κύριοι δρόμοι του παγκόσμιου εμπορίου και όχι μόνο απ’ αυτήν.

Η μεταβίβαση «αρμοδιοτήτων» σε διαδόχους όπως η βρετανική αυτοκρατορία, αλλά και σε γαλλικά αποικιακά συμφέροντα, ξεκινά με την λήξη του Α΄ παγκόσμιου εξουσιαστικού πολέμου, ενώ με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου εξουσιαστικού πολέμου καταγράφεται η δυναμική «είσοδος» των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά και η σοβιετική επιρροή σε μια σειρά «ανεξάρτητων» αραβικών κρατών, όπως η Λιβύη, η Συρία ή το Ιράκ.

Η μεταψυχροπολεμική περίοδος ανέδειξε, για μιαν ακόμη φορά, σε μια ιστορία χιλιάδων χρόνων την ζωτικότητα της διαδρομής Καυκάσου-Μεσοποταμίας-Περσικού κόλπου και Κασπίας Θάλασσας-Ανατολικής Μεσογείου-Βαλκανίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαδικασία ενοποίησης των κυριαρχικών μοντέλων, μετά την απομάκρυνση από την προηγούμενη «στατική» κατάσταση των δύο πόλων (συνασπισμένων μπλοκ της κυριαρχίας), έφερε στο προσκήνιο στην περιοχή, η οποία ορίζεται ως ευρασιατικά βαλκάνια, ένα πραγματικά εθνοτικό μωσαϊκό, που περιλαμβάνει το Καζακστάν, την Κιργισία, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία και την Γεωργία (χώρες του Καυκάσου οι τρεις τελευταίες), καθώς και το Αφγανιστάν. Ο Μπρζεζίνσκι,(2) ήδη από το 1997, υποστήριζε ότι «πρωταρχικό συμφέρον της Αμερικής είναι να εξασφαλίσει ότι καμία δύναμη δεν θα καταφέρει να ελέγξει αυτόν τον γεωπολιτικό χώρο και ότι η παγκόσμια κοινότητα θα έχει ανεμπόδιστη χρηματιστική και οικονομική πρόσβαση σε αυτή την περιοχή».

 

Από την ίδρυση του Ισραηλίτικου κράτους στην ίδρυση της ΧΑΜΑΣ

Οι συνθήκες ίδρυσης το 1948 του ισραηλινού κράτους, με την εκδίωξη αρχικά 750.000 παλαιστινίων από τις εστίες τους, (αργότερα έφθασαν περίπου τα 3.000.000 οι παλαιστίνιοι στα προσφυγικά στρατόπεδα στον Λίβανο, στην Συρία στην Ιορδανία κ.α.), οι βασανισμοί, οι ταπεινώσεις, οι δολοφονίες που υπέστησαν είναι γνωστές όσο και το συλλογικό αίσθημα της περηφάνιας, που ανακτήθηκε με την απαρχή της αντίστασης και της εξέγερσης, και μας έχουν απασχολήσει διεξοδικά σε μια σειρά κειμένων σε παλαιότερα φύλλα της Διαδρομής Ελευθερίας. Οι εικόνες των νεαρών, που συμμετείχαν τόσο στην πρώτη ιντιφάντα το 1987 (τον ερχομό της οποίας δεν είχαν προβλέψει ούτε έλεγχαν οι ηγέτες όλων των τάσεων της παλαιστινιακής αντίστασης), όσο και στην δεύτερη το 2000, συμβόλισαν τον αγώνα κάθε καταπιεσμένου, που αψηφά την παντοδυναμία ενός πάνοπλου κράτους και γενικότερα κάθε κατακτητή και ενέπνευσαν τους αγωνιζόμενους σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Θα θυμίσουμε μόνο ότι σ’ όλη αυτή την διαδρομή τα αραβικά κράτη δεν υστέρησαν διόλου στην καταπίεση, που επέδειξαν στους κατατρεγμένους παλαιστίνιους, ενώ η «αλληλεγγύη» τους είχε να κάνει είτε με την κοινωνική πίεση που δέχονταν, είτε με ιδία συμφέροντα και διαπραγματεύσεις με το ισραηλινό κράτος και τον υπερατλαντικό του πάτρωνα, καθώς και με τα συμφέροντα ρώσων και ευρωπαίων εξουσιαστών. Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς το γεγονός ότι από τους αραβοϊσραηλινούς πόλεμους (1956, 1967, 1973, 1982) νικητής έβγαινε σε κάθε περίπτωση το ισραηλινό κράτος, με αποτέλεσμα να μπορεί αργότερα να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος είτε την επιστροφή των υψωμάτων του Γκολάν στην Συρία, είτε το όρος Σινά στην Αίγυπτο.

Θα επισημάνουμε, ακόμη, ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και πριν την επικράτηση της ιρανικής επανάστασης, το ιρανικό καθεστώς αποτελούσε ζωτικό παράγοντα για την πολιτική «ασφάλειας» των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με το ιρακινό καθεστώς μέχρι τον τερματισμό του ιρακινο-ιρανικού πολέμου το 1988.

Προτού αναφερθούμε στα πρόσφατα γεγονότα θα τονίσουμε, επίσης, ότι η τωρινή «κρίση» στο παλαιστινιακό και γενικότερα στην Μέση Ανατολή σχετίζεται χρονικά με ένα συγκεκριμένο στάδιο των «ειρηνευτικών» διαδικασιών, που η έναρξη τους (Μαδρίτη, Όσλο) εντάσσεται χρονικά και όχι μόνο, στην λεγόμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο, έτσι όπως αυτή ορίσθηκε από την λεγόμενη κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Έχει προηγηθεί, όπως είπαμε, η πρώτη ιντιφάντα που ξέσπασε στις 8 Δεκεμβρίου του 1987 και έμεινε γνωστή ως η εξέγερση με τις πέτρες νεαρών (σεχάμπ) παλαιστινίων (ο μισός πληθυσμός στα κατεχόμενα είναι νέοι κάτω των 15 ετών και το εβδομήντα τοις εκατό μέχρι τριάντα) από τα προσφυγικά στρατόπεδα, που αντί να υποχωρήσει, προς έκπληξη τόσο της PLO, όσο και των ανενεργών μέχρι εκείνη την στιγμή Αδελφών Μουσουλμάνων, φούντωνε μέρα με την μέρα διαρκώς και περισσότερο. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, αφού με προκήρυξή τους με την υπογραφή Κίνημα Ισλαμικής Αντίστασης προέτρεπαν στο να ενταθεί η εξέγερση, στη συνέχεια έσπευσαν να συγκροτήσουν την Χαμάς (ζήλος).

Η Χαμάς, υπό την πνευματική ηγεσία του σεΐχη Άχμαντ Γιασίν, έκφραζε ένα παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα που διεύθυναν κληρικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί, μηχανικοί και εκπαιδευτικοί, άνθρωποι, δηλαδή, προερχόμενοι από θεοσεβούμενα μεσαία στρώματα. Με το ξέσπασμα της εξέγερσης η Χαμάς (η επίσημη διακήρυξη της γίνεται τον Φλεβάρη του 1988) προσπαθεί να μείνει κοντά και να προσεταιριστεί την εξεγερμένη ανεξέλεγκτη νεολαία, έργο που θα γίνει πιο εύκολο λόγω της ισραηλινής καταστολής, που σχεδόν εξαφανίζει το Μάρτιο του 1988 τις οργανώσεις της Ισλαμικής Τζιχάντ (ριζοσπαστική ένοπλη οργάνωση). Η ιντιφάντα, λοιπόν, αναζωπυρώνει το διεθνές ενδιαφέρον και σηματοδοτεί την απαρχή σημαντικότατων ανταγωνισμών στις μέχρι τότε δεδομένες συνθήκες εκπροσώπησης των παλαιστινίων.(3)

 

Η «νέα τάξη πραγμάτων»

Λίγα χρόνια αργότερα, η συμβολική απαρχή του τέλους της λεγόμενης ψυχροπολεμικής περιόδου ανοίγει τον δρόμο για την πρώτη επέμβαση στον Περσικό Κόλπο, με την οποία οι ΗΠΑ εγκαινιάζουν τη «νέα τάξη πραγμάτων» στην Μέση Ανατολή, ενώ ήδη έχουν φέρει εις πέρας μαζί με τους ευρωπαίους εταίρους τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και την κατασκευή προτεκτοράτων στην περιοχή.

Ας δούμε, όμως, τι σημειώνει, εκτός πολλών άλλων, επί του θέματος ο νυν υπουργός εξωτερικών του τουρκικού κράτους Αχμέτ Νταβούτογλου: «Με την κρίση του Κόλπου επιχειρήθηκε αρχικά να καθυστερήσουν οι εκδηλώσεις αντίδρασης των μαζών, οι οποίες υφίσταντο πιέσεις από καθεστώτα τύπου παραδοσιακής μοναρχίας και γραφειοκρατικής δικτατορίας, και εμφάνισης εναλλακτικών αναζητήσεων βασισμένων σε ευρεία πολιτική συμμετοχή και παρόμοιων εκείνων της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ αργότερα αυτές είτε εξουδετερώθηκαν, είτε διοχετεύθηκαν προς άλλες κατευθύνσεις. Πριν την κρίση του Κόλπου, η διάδοση αναζητήσεων περί νέων πολιτικών πεδίων νομιμοποίησης βασιζόμενων σε μαζική συμμετοχή σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, με κυριότερες την Ιορδανία και την Τυνησία, αποτελούσε μια σοβαρή απειλή για την νεοαποικιακή συγκρότηση. Με την εκδήλωση της κρίσης του Κόλπου τη θέση αυτών των αναζητήσεων έλαβαν εκ νέου οι γραφειοκρατικές δικτατορίες και οι μοναρχίες».(4)

Η αφετηρία, λοιπόν, των «ειρηνευτικών» συνομιλιών για το παλαιστινιακό έπεται του πρώτου πολέμου στον Κόλπο.(5)

Με την συμφωνία του Όσλο το 1993, που υπογράφηκε στον κήπο του Λευκού Οίκου τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου με οικοδεσπότη τον Μ. Κλίντον, το ισραηλινό κράτος, που εκπροσωπήθηκε από τον Γιτζάκ Ράμπιν, αναγνώρισε κατ’ αρχήν τους «τρομοκράτες» της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) με επικεφαλής τον Γιάσερ Αραφάτ, ενώ η PLO αναγνώρισε με την σειρά της την ύπαρξη του ισραηλινού κράτους, εξαφανίζοντας από τον καταστατικό της χάρτη την απαίτηση για την καταστροφή του. Η παλαιστινιακή αρχή, που συγκρότησε μια αστυνομική δύναμη 30.000 ανδρών, ανέλαβε τον έλεγχο του 45% των εδαφών της Δυτικής Όχθης που κατέλαβε το ισραηλινό κράτος το 1967 και χωρίστηκαν με την συμφωνία αυτή σε τρεις ζώνες. Ανέλαβε, επίσης, τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας. Στα εδάφη που ορίστηκαν ως δεύτερη ζώνη, οι παλαιστίνιοι θα είχαν την πολιτική εξουσία, ενώ το ισραηλινό κράτος θα είχε την ευθύνη της ασφάλειας της, όσο για την τρίτη ζώνη, η οποία περιελάμβανε εδάφη που είχαν εποικιστεί, θα παρέμενε υπό ισραηλινή εξουσία. Η Παλαιστινιακή αρχή ανέλαβε και ορισμένες άλλες υποχρεώσεις ως αντάλλαγμα, όπως το «καθήκον» να συλλαμβάνει σημαντικά στελέχη «τρομοκρατικών» οργανώσεων και να διακόψει την αντιισραηλινή προπαγάνδα.

Στην διάσκεψη του Καμπ Ντέιβιντ, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2000, συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μ. Κλίντον, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ και ο επικεφαλής της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) Γιάσερ Αραφάτ.

Αν κάτι έχει σημασία από την διάσκεψη αυτή δεν είναι, αυτή τη φορά, η αναγνώριση του «τρομοκράτη» Αραφάτ από ΗΠΑ και Ισραήλ ή αντίστοιχα η εκ μέρος του αναγνώριση των συνομιλητών του, αλλά η ολοφάνερη βούληση και των δύο πλευρών να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, ύστερα από μια ακόμη επίδειξη ισχύος και σφαγών από τους ισχυρότερους και έντασης της ένοπλης αντίστασης, αλλά και της εξέγερσης (ιντιφάντα) από τον ασθενέστερο. Το πάγωμα των διαπραγματεύσεων, το φθινόπωρο του 2000 στο Καμπ Ντέιβιντ, που αφορούσε και το τελικό καθεστώς των Ιεροσολύμων, εξασφαλίστηκε με την προβοκατόρικη επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν (καταχωρημένος στην μνήμη των παλαιστίνιων –και όχι μόνο– ως υπεύθυνος για τις σφαγές αμάχων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα το 1982) στο ιερό τέμενος για τους μουσουλμάνους αλ-Ακτσά. Η βίαιη διακοπή των διαπραγματεύσεων ήταν επιθυμητή και για την παλαιστινιακή πλευρά, καθώς η διαπραγμάτευση του ζητήματος της Ιερουσαλήμ (ιερού τόπου για τους μουσουλμάνους) ήταν πολύ πάνω από την «δικαιοδοσία» του Αραφάτ, σε ένα ζήτημα ταμπού για τον αραβικό μουσουλμανικό κόσμο.

Στη γλώσσα, λοιπόν, της διπλωματίας η κορύφωση της «έντασης» είναι ελεγχόμενη, ενώ η υποχώρηση της «κρίσης» αποτελεί φυσική εξέλιξη της «σύγκρουσης».

 



Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 28 Αύγουστος 2010 22:42
 



Με την υποστήριξη του Joomla!. Valid XHTML and CSS.