Περι πραξης η οι παρενεργειες του ακτιβισμου Εκτύπωση
Πέμπτη, 26 Μάρτιος 2009 17:24

 

«Η πράξη μετράει».

«Ας δράσουμε όλοι μαζί».

«Ας αφήσουμε τα λόγια και τις θεωρίες».

 

Αυτά είναι κάποια από τα ξαναγυαλισμένα προπαγανδιστικά εργαλεία που συχνά – πυκνά ακούγονται.

 

Αυτές οι προτροπές βρίσκουν σε πολλές περιπτώσεις την υλοποίησή τους. Καλλιέργεια της άγνοιας ή της απομάκρυνσης από τη γνώση γύρω από γεγονότα.

Γεννιέται έτσι ένα εύλογο ερώτημα. Σε μια εποχή όπου η γνώση και η εμπειρία είναι προσιτή στους αγωνιζόμενους ανθρώπους, περισσότερο από κάθε άλλη χρονική περίοδο, για ποιο λόγο να προωθείται η άρνησή της και να επιχειρείται η απαξίωσή της; Υπάρχουν σκοπιμότητες σύμφωνα με τις οποίες καλλιεργείται αυτό το κλίμα;

 

Δεν χωρά αμφιβολία πως για την αποτελεσματική συμμετοχή και δράση των αναρχικών στον κοινωνικό αγώνα είναι απαραίτητη η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία. Η καταγεγραμμένη, αλλά και η ζωντανή μεταφορά των εμπειριών αποτελούν ένα πλούσιο εργαλείο για την επεξεργασία και το προχώρημα των απελευθερωτικών κοινωνικών διεργασιών από τη σκοπιά της αναρχικής προοπτικής.

 

Αυτή η επεξεργασία είναι που σπάει τα «παραδεδεγμένα» και τα «καθιερωμένα», ξεπερνά τις «συνταγές» δράσης που σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν προϊόντα εξουσιαστικών ιδεολογημάτων και θεωριών. Όλες αυτές οι «έτοιμες λύσεις» έρχονται να υπηρετήσουν επιδιώξεις ανταγωνιστικές προς την αντικρατική απελευθερωτική προοπτική.

 

Επί πλέον, ο αναρχικός αγώνας για την καταστροφή του κράτους και την απελευθέρωση της ανθρωπότητας δεν είναι αποδεκτό να περνά άκριτα μέσα από «έτοιμες λύσεις». Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια εκ μέρους των αναρχικών για το ξεπέρασμα των εξουσιαστικών παρεμβολών, που έρχονται να αλλοιώσουν ή και να αντικαταστήσουν τις απελευθερωτικές διεργασίες.

 

Οι αναρχικοί, δεν είναι ένα απλό όνομα ή μια ταμπέλα μέσα στον κοινωνικό χώρο. Όσοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και της πάλης για την αναρχία θεωρούν πως έχουν επιφορτιστεί με συγκεκριμένες ευθύνες, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά.

 

Ας το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Η απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι ένα νεανικό παιχνιδάκι. Ούτε ένα γεροντικό καπρίτσιο. Πολύ περισσότερο δεν είναι η εκτόνωση κάποιων θυμωμένων για τη θέση που τους επιφύλαξε το σύστημα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης.

 

Αυτή η υπεύθυνη στάση των αναρχικών έρχεται να καθορίσει τη διαρκή αναζήτηση, την επίμονη προσπάθεια, το ξεκαθάρισμα απόψεων, την εμβάθυνση και την διάδοση των λειτουργικών εμπειριών, το κόψιμο των οποιονδήποτε ορατών ή αόρατων δεσμών με τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και πρακτικές. Πρόκειται για όλα αυτά τα συστατικά που συμπεριλαμβάνονται στην Αναρχική Θεώρηση.

 

Για την πραγματοποίηση όλων αυτών των διεργασιών χρειάζεται η συλλογική προσπάθεια που συμβαδίζει με την συλλογική δράση στον κοινωνικό χώρο. Αυτή η συλλογική δράση συμβάλλει στην ανάδειξη, ενίσχυση και εμπλουτισμό των δυνατοτήτων του καθενός και την αναγνώριση της ιδιαιτερότητάς του. Όλα αυτά είναι πραγματοποιήσιμα μέσα από την δημιουργία αναρχικών ομάδων.

 

Ας έρθουμε τώρα στο ζήτημα της πράξης, αφού αυτή αποτελεί και την αφορμή αυτού του κειμένου.

Κάθε πράξη έχει ένα σκοπό. Επιδιώκεται, δηλαδή, μέσω αυτής κάποιο αποτέλεσμα άμεσο ή έμμεσο. Αυτή η σύνδεση πράξης, αποτελέσματος και σκοπού είναι προφανές πως σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη άποψης, θεώρησης και ανάλυσης της κατάστασης που υπάρχει. Η πράξη, λοιπόν, γίνεται μέσα σε τέτοιες συνθήκες και είναι επόμενο να εναρμονίζεται με τον επιδιωκόμενο σκοπό όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν. Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, κάποιος να ασχολείται με το κυνήγι ενώ σκοπεύει να γίνει αστροναύτης! Αφού μπορούμε να συμφωνήσουμε στα προηγούμενα θα χρειαστεί να κάνουμε και τις απαιτούμενες διευκρινίσεις. Σ’ ό,τι αφορά το σκοπό θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως θα πρέπει να είναι κοινός.

 

Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι δρώντες δεν έχουν κοινούς σκοπούς; Τι προκύπτει όταν οι άνθρωποι που καλούνται να δράσουν συνιστούν ένα σύνολο από άτομα με διαφορετικές απόψεις και θεωρήσεις;

 

Αυτό είναι το πρώτο σημαντικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί. Κατά την γνώμη μας άτομα μιας πολυποίκιλης σύνθεσης μπορούν μόνο να συμπράξουν, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση με αρκετές δυσκολίες. Όταν λέμε να συμπράξουν εννοούμε επακριβώς να έχουν μια κοινή πρακτική με την οποία επιδιώκεται ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο σε μια περιορισμένη χρονικά και σε σχέση με το αντικείμενο περίοδο και με συγκεκριμένες πρακτικές. Ο «λόγος», όμως, δεν θα μπορέσει να είναι στο σύνολό του κοινός αλλά μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (π.χ. Λευτεριά στον τάδε) ή ως προς ορισμένες πτυχές αυτού του αποτελέσματος. Αυτό όμως δεν είναι λόγος αλλά περισσότερο μία περιεκτική διατύπωση του επιζητούμενου αποτελέσματος.

 

Μένουν ανοιχτά πολλά ζητήματα τα οποία αφορούν το λόγο που θα εκφραστεί, τα μέσα και τις πρακτικές.

Αν θελήσουμε, τώρα, να προσδιορίσουμε τόσο το λόγο όσο και τις πρακτικές σε μια κοινή βάση τότε θα πρέπει να υπάρξουν κάποιες «διευθετήσεις».

 

Αυτό σημαίνει μινιμάρισμα του λόγου και των πρακτικών των αναρχικών. Νομίζουμε πως σ’ αυτό το σημείο δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις. Είναι αρκετό να κατανοήσουμε την απλότητα του ζητήματος όταν επιμείνουμε στην πραγματικότητα. Αυτή είναι που κάνει ξεκάθαρη την διαφορετική πρόθεση όσων εμφορούνται από αριστερές εξουσιαστικές απόψεις και επιδιώκουν την εναλλαγή στη διαχείριση της εξουσίας, σε σχέση με τους αναρχικούς που επιδιώκουν την καταστροφή του κράτους και την εξάλειψη κάθε εξουσίας. Αφού, λοιπόν, ο σκοπός εναρμονίζεται με τα μέσα, τότε οι διεργασίες που θα έχουν να προτείνουν οι αναρχικοί δεν θα είναι ίδιες με τις μεθόδους και τις διαδικασίες των αριστερών και αριστεριστών και φυσικά δεν θα εναρμονίζονται.

 

Τι γίνεται όμως όταν ανάμεσα στις ετερόκλητες απόψεις (αριστερές κάθε απόχρωσης, αναρχικές, αντιεξουσιαστικές κι ελευθεριακές) επιχειρηθεί να βγει ένα «κοινός λόγος»;

 

Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε μια τεχνητή σύνδεση, μια προσπάθεια να προβληθεί ένας λόγος, ο οποίος στην πράξη είναι ένα πετσόκομμα των διαφόρων θεωρήσεων και εκτιμήσεων προκειμένου να βγει ένας «μέσος όρος».

 

Όμως τι γίνεται με αυτό τον «μέσο όρο»; Στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτος. Σε ένα διάλογο ανάμεσα σ’ έναν από τους σοφούς των παλαιών χρόνων τον Σκύθη Ανάχαρση και τον Αθηναίο Σόλωνα, ο Ανάχαρσις πολύ εύστοχα παρατήρησε πως «αν βάλουμε μαζί όλες τις ιδέες που υπάρχουν στον κόσμο δεν θα έχουμε κάποιο μέσο όρο, αλλά το ΤΙΠΟΤΑ».

 

Συνεπώς άλλο πράγμα ο «μέσος όρος» και άλλο το ψαλίδισμα μιας άποψης. Υπήρξαν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις διάφορες απόψεις δεν επιφέρουν, (για πολλούς λόγους), κάποιο αποτέλεσμα. Εκεί, λοιπόν, που πραγματικά δίνεται η δυνατότητα κατανόησης της διαφορετικότητας των απόψεων η ρίζα και η προοπτική που δίνεται από την κάθε μία από αυτές τι έχουμε;

 

Τότε, στην σκληρή αντιπαράθεση απόψεων είναι που βρίσκουν την ευκαιρία οι κάθε λογής φαρισαίοι να προβάλλουν την «δυσαρέσκειά τους γιατί τάχα γίνονται καυγάδες και δεν τα «βρίσκουν». Αυτός ο φαρισαϊσμός είναι συνηθισμένος και έχει καλλιεργηθεί από τους επιτήδειους φορείς των «ενωτικών απόψεων». Αυτοί οι θιασώτες του «μέσου όρου» είναι που προσπαθούν με την προβολή της δήθεν απαρέσκειας προς τις αντιπαραθέσεις να καλλιεργήσουν την άποψη πως οι αναρχικές ομάδες της α ή της β πόλης ή περιοχής δεν τα «βρίσκουν». Έτσι γενικώς και αορίστως. Παρουσιάζουν μ’ αυτό τον τρόπο έναν κακό δαίμονα που πρέπει να εξορκισθεί στο όνομα των εμποδίων που τίθενται στη δράση.

 

Τι προβάλλεται, δηλαδή; Μα, εννοείται, ο ακτιβισμός!

Γιατί όμως όλη αυτή η φασαρία; Όταν υπάρχει διάθεση και ενδιαφέρον για ανταλλαγή απόψεων και κοινή δράση (π.χ. πορεία) τότε εκείνο που χρειάζεται είναι ένα κάλεσμα από μία ή περισσότερες συλλογικότητες. Η εξ ίσου συμμετοχή των υπολοίπων συντρόφων έξω από ομάδες προσδιορίζεται από το ενδιαφέρον και τη σημασία του θέματος για την κοινωνική απελευθερωτική προοπτική. Η αναζήτηση της μεγαλύτερης αριθμητικά συμμετοχής με τον υποβιβασμό του λόγου και της πρακτικής εκείνο που κάνει είναι σαν να τις διαπραγματεύεται στο πολιτικό γιουσουρούμ που πολλές φορές φέρει το πομπώδες όνομα «κίνημα».

 

Στο πλαίσιο τέτοιων «κινηματικών» τεχνικών και επιδιώξεων αναπτύσσεται η αμετροέπεια και η ανακολουθία στις πράξεις. Είναι χαρακτηριστικό πως τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά που χρησιμοποιεί η πολιτική τεχνική φέρνει ορισμένους να επιζητούν κοινές δεσμεύσεις ή να σκίζουν από «αγανάχτηση» τα ρούχα τους όταν μέσα από μία πρακτική (που δεν εντάχθηκε στα πλαίσια του κινήματος ή των φιλικών σχέσεων) μπορεί να υπήρξε κάποια καταστολή εκ μέρους του κράτους. Η σιωπή και η κώφευση, όμως, γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμά τους όταν πολύ χειρότερα αποτελέσματα προκύπτουν από τους φίλα προσκείμενους ή μέσα στα πλαίσια του «κινήματος».

 

Η αλήθεια είναι πως αυτός ο υποβιβασμός των απόψεων και των πρακτικών έχει σκοπιμότητες. Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι όσοι έχουν αποδεχθεί άκριτα αυτές τις λογικές έχουν κακές προθέσεις. Αυτό που μπορεί να τους καταλογίσει κάποιος είναι πως δεν μπήκαν στο κόπο ή δεν προσπάθησαν να εμβαθύνουν στο γιατί και πως. Φυσικά ο καλύτερος τρόπος είναι η άμεση και σαφής διάγνωση του βάθους των απόψεων ή των αντιπαραθέσεων αλλά και της ρηχότητας των «κουρασμένων» από τις συζητήσεις, όταν, μάλιστα, αυτή η κούραση δεν προβάλλει μια ξεκάθαρη και σαφή άποψη και εναλλακτική λύση ή πρόταση, εκτός από τον ακτιβισμό.

 

Άλλωστε το ζήτημα του ακτιβισμού έχει παρατηρηθεί πως έχει πολλές προεκτάσεις. Η ανταγωνιστική έως και εχθρική, σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριφορά απέναντι στις απόψεις και θεωρήσεις των αναρχικών έχει λόγους. Η ανάδειξη της πράξης δεν έχει μια σχέση με την ισότιμη συμβολή αυτών των πρακτικών στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Αντίθετα ταξινομεί της πράξεις με αποτέλεσμα όσο πιο ταξινομημένη ιεραρχικά είναι μια πράξη, τόσο επιχειρείται να δοθεί μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτήν και άλλο τόσο γίνεται αυτή εργαλείο επιβολής. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ενισχύεται και από το θέαμα.

 

Η ακτιβίστικη άποψη πρέπει να είναι επιφανειακή. Πρέπει να περιγράφει την κακότητα ενός θεσμού ή μηχανισμού. Να του επιτίθεται με εικονικές ενέργειες που θέλει να τις παρουσιάσει σαν τελεσίδικα επικίνδυνες. Ταυτόχρονα επιζητά από την ίδια πηγή που υποτίθεται πως πολεμά την διάδοση αυτής της άποψης. Εξ άλλου, μέσα στο κλίμα του ακτιβισμού προβάλλει τη μουσούδα του και ο επαναστατικός σαλτιμπαγκισμός.

 

Υπάρχει όμως στα σίγουρα έλλειψη άποψης; θα αναρωτηθεί κάποιος. Σίγουρα όχι, επειδή μια τέτοια έλλειψη δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Πίσω της υπάρχει σαφέστατα ο ιδεολογικός προσανατολισμός αυτού που κατευθύνει ή αναπτύσσει την πράξη. Αυτό συνάγεται εύκολα αν εξετάσει κάποιος όχι μόνο την έκφραση αλλά και τη συνήθως σαθρή σχέση που τη συνδέει με την απελευθερωτική προοπτική. Άλλωστε δεν θα μπορούσε μέσα από μια θολούρα και περιγραφή της κακότητας να επιδιωχθεί μια αναρχική προοπτική. Αν υπήρχε τέτοια πρόθεση θα έπρεπε να εκδηλωθεί κι όχι να υποκρύπτεται. Άρα κάτι άλλο υπάρχει που γίνεται αμέσως κατανοητό όταν εξεταστούν τα χαρακτηριστικά της πράξης και τα συνεκτικά προς αυτήν στοιχεία. Βεβαίως, οι προπαγανδιστές του ακτιβισμού μπορεί να προτρέπουν στο να αποφεύγεται κάθε σχέση με τη γνώση, την εμπειρία και την θεώρηση, αλλά οι ίδιοι δεν παραλείπουν να θεωρητικολογούν και να επεξεργάζονται μεθόδους και πολιτικές τεχνικές προκειμένου να ενισχύσουν το ιδεολογικό υπόβαθρο του πρακτικισμού (που ακούει και στο νεωτερίστικο όρο ακτιβισμός).

Πρακτικισμός και μαζικότητα

 

Ένα άλλο στοιχείο της προτροπής προς τον ακτιβισμό και μάλιστα στην άκρατη μορφή του είναι η άποψη του είδους «Πρέπει να συμμετέχουμε σε κάθε πρωτοβουλία». Άλλο ένα «μαζικό» παραμύθι του «όλοι μαζί». Μέσα από αυτή τη λογική γίνεται ευθύς διακριτό πως ο ακτιβισμός έχει τις λιγότερες δυνατές απαιτήσεις. Δεν χρειάζεται απόψεις και παρέχει ευκολίες. Αρνείται ακόμα και αυτόν τον «μέσο όρο» και μπορεί να κατεβάσει τον «πήχη» όσο γίνεται ακόμα πιο χαμηλά. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

 

Πολύ απλά.

Α) Μέσα από την μεγέθυνση ενός γεγονότος, την κινδυνολογία και την ανάγκη συσπείρωσης και δράσης για να αποφευχθεί το επικείμενο «κακό». Εννοείται πως αυτό το «κακό» δεν εξετάζεται μέσα στα πλαίσια μιας συνολικά απελευθερωτικής προοπτικής αλλά με βάση την αμέση ανάγκη και την αποτροπή ενός κινδύνου, που πολλές φορές διαπιστώνεται –εκ των υστέρων– πως δεν υφίσταται καν. Αρκεί και μόνο να διοχετευτεί η «πληροφορία» πως επίκειται μια επέμβαση από κάποια αρχή για να κληθούν να προστρέξουν οι πρόθυμοι ακτιβιστές.

 

Β) Την αξιοποίηση της επιθυμίας για δράση, ιδιαίτερα μετά από εξεγερτικά γεγονότα, όπου πραγματικά υπάρχει ένα «ανέβασμα» της διάθεσης για κοινωνικές πρακτικές.

 

Πρόκειται για την λογική της πρόσκαιρης αντιμετώπισης μιας κατάστασης, η οποία στο βαθμό που εμπεριέχει και μια μορφή αντιπαράθεσης με κάποιο μηχανισμό της εξουσίας δημιουργεί μια ευεξία. Το ζήτημα όμως μένει εκεί. Αργά ή γρήγορα θα γίνει αντιληπτό πως υπάρχουν ήδη απλωμένα τα δίκτυα της πολιτικής και των εξουσιαστικών παραφυάδων που θα διαστρεβλώσουν την επιθυμία των ανθρώπων που έδρασαν και θα καρπωθούν την προσπάθεια προς όφελος των θεσμών και των μηχανισμών του κράτους. Τα παραδείγματα είναι άπειρα και διαρκώς επαναλαμβανόμενα.

 

Όσοι αντιτίθενται στις δοκιμασμένες και λειτουργικές πρωτοβουλίες ανάμεσα σε αναρχικές ομάδες και αναζητούν την «μαζικότητα» και την «ενότητα», χωρίς αναρχική θέση και προοπτική βρίσκονται σε μια εξουσιαστική διαδικασία χωρίς καλά – καλά να το έχουν καταλάβει. Γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως η αριθμητική αύξηση διευκολύνει πολλές καταστάσεις. Χρειάζεται όμως να μην βασίζεται σε δεκανίκια εξουσιαστικών μεθοδεύσεων και διαδικασιών. Γιατί όλες αυτές οι «μαζικές» αυξήσεις είναι δανεικές και τελικά επιστρέφουν σ’ αυτούς από τους οποίους εκπορεύονται. Συνεπώς εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ποιοι ευνοούνται. Από τη σκοπιά μας θεωρούμε καταστροφικό για την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης να εκχωρούνται οι απελευθερωτικές απόψεις και το πάθος των ανθρώπων στους αριστερούς και αριστεριστές.

 

Για να γίνουμε ακόμα πιο σαφείς, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες, το θέμα έχει αυτή την απλή διάσταση: όλη η δουλειά, το τρέξιμο και ο ντόρος έχουν δημιουργήσει κατά περιόδους ένα ιδεολογικό και πολιτικό υπόστρωμα για την ένταξη όλων αυτών των ανθρώπων –που ενστερνίστηκαν τέτοιες διαδικασίες– σε εξουσιαστικές ομάδες και λογικές. Ή, το εξ ίσου χειρότερο, την ουσιαστική μετάλλαξη των αναρχικών. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος: «Πώς να μην επιδιωχθεί η αριθμητική αύξηση όταν οι αναρχικοί– αντιεξουσιαστές είναι ολιγάριθμοι;».

 

Αυτό είναι ένα εύκολο ερώτημα. Αλλά η απάντηση βρίσκεται στην εξήγηση του φαινομένου αυτού, όπου παρά την πλούσια δράση δεν αυξάνονται οι αναρχικές – αντιεξουσιαστικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν δράση με συνέπεια συνέχεια και σταθερότητα μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Ή όπου μετά από μία περίοδο εμφάνισης τους στη συνέχεια «χάνονται» ή μετασχηματίζονται σε συλλογικότητες άλλου χαρακτήρα.

 

Η αριθμητική αύξηση είναι αποτέλεσμα μιας αργής, επίμονης και διαρκούς διεργασίας την οποία οι αναρχικοί αναπτύσσουν αποφεύγοντας τις έτοιμες και κατά κανόνα εξουσιαστικές πρακτικές. Όσο αποφεύγεται αυτή η διεργασία, η οποία μπορεί να γίνει μέσα από τη δημιουργία αναρχικών ομάδων, τόσο θα ανακυκλώνεται η κατάσταση. Γιατί όταν μεγάλα κομμάτια νεολαίων (αλλά και άλλοι άνθρωποι) στρέφονται προς την αναρχία τότε έρχεται ο ακτιβισμός, ο οποίος –στην τελική– εξυπηρετεί απόψεις αλλότριες ως προς την αναρχία.

 

Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό πως μετά από εξεγερτικά γεγονότα όπως αυτά του 1990 – 1991 δημιουργήθηκαν αναρχικές ομάδες. Στην εξέγερση του 2008 διαπιστώνουμε πως αυτή η τάση έχει αναχαιτιστεί μέσα από τον πρακτικισμό. Αυτό είναι κάτι που θα έχει συνολικότερες επιπτώσεις.

 

Έχουμε γράψει και στο παρελθόν (Αναρχική Θεώρηση τεύχος 2–3) πως οι αναρχικοί έχουν την δυνατότητα να παρεμβαίνουν ή να επεμβαίνουν σε οποιαδήποτε κινητοποίηση ή γεγονός. Κι αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι με ποιο τρόπο, κάτω από ποιες προϋποθέσεις και στοχεύσεις. Το κυριότερο παραμένει και σ’ αυτή την περίπτωση ο λόγος που θα εκφραστεί.

 

Η ιδεολογία της κυριαρχίας –σε κάθε παράμετρό της– διαθέτει μια πλούσια εμπειρία την οποία αξιοποιεί για να επιτύχει τον εγκλωβισμό και τον αποπροσανατολισμό των ανθρώπων που αγωνίζονται ή επιθυμούν να συνεισφέρουν στον κοινωνικό αγώνα. Οι εξουσιαστικές παραφυάδες της αριστεράς και του (νέο-)αριστερισμού, έχουν άποψη, θεωρία, ιδεολογία από τα οποία εκπορεύεται η δυνατότητα ανάλυσης και πολιτικών χειρισμών. Αυτά όλα είναι μέσα για την επιτυχία των σκοπών της κάθε εξουσιαστικής μερίδας.

 

Όταν, λοιπόν, οι αναρχικοί προστρέχουν, καλοπροαίρετα τις περισσότερες φορές, να συνδράμουν σε διάφορες καταστάσεις και γεγονότα χωρίς προηγούμενα να επεξεργαστούν ένα σχέδιο δράσης και ένα λόγο με βάση την αναρχική απελευθερωτική προοπτική τι κάνουν; Απλά αναλώνονται. Γιατί είναι σίγουρο πως όταν δεν έχεις άποψη, τότε θα αξιοποιήσουν την κατάσταση αυτοί που έχουν σχέδιο, άποψη και οργάνωση. Και το χειρότερο θα σε ενσωματώσουν στις λογικές τους.

 

«Μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς», θα αντιτάξει κάποιος, «υπάρχουν πολλοί αναρχικοί ή άνθρωποι που πρόσκεινται στις αναρχικές απόψεις, αλλά δεν είναι οργανωμένοι και δεν μπορούν να περιμένουν πότε θα οργανωθούν για να δράσουν». Όμως, όσο συνεχίζουν να τρέχουν χωρίς σχέδιο δεν θα μπορέσουν να οργανώσουν την δράση, τη σκέψη και το λόγο τους ως αναρχικοί. Στο τέλος μπορεί να απογοητευθούν γιατί δεν θα μπορέσουν να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στις απελευθερωτικές διεργασίες, απόψεις και πρακτικές και στις εξουσιαστικές διαδικασίες και δράσεις και ή θα τα παρατήσουν ή θα ενταχθούν σε κάποια αριστερή γκρούπα, αφού με αυτή θα έχουν περισσότερη τριβή λόγω του διαρκούς ακτιβισμού στον οποίο έχουν εμπλακεί.

 

 Άλλωστε ο ακτιβισμός έχει την τάση να προσφέρει «χειροπιαστές επιτυχίες» και ψευδαισθήσεις νίκης. Έτσι «στριμώχνει» τον κάθε δήμαρχο, κάνει τον τάδε ή τον δείνα υπουργό να τροποποιήσει τα σχέδιά του ή να τα αναστείλει, ενώ τις περισσότερες φορές εξυπηρετεί τις ρεφορμιστικές επιδιώξεις συνδικαλιστικών ή κομματικών συμφερόντων, που προσπαθούν να αποκτήσουν πολιτικά οφέλη και να ανέβουν στο εξουσιαστικό στερέωμα.

 

Η εξουσιαστική συνταγή «ελέγχω τη δράση σημαίνει ελέγχω αυτούς που δρουν» και αντίστροφα «ελέγχω αυτούς που δρουν, άρα ελέγχω και τα δρώμενα» είναι πολύ παλιά, αλλά συνεχίζει να γνωρίζει δόξες.

 

Ο υποστηρικτής του ακτιβισμού αποφεύγει να απαντήσει καθαρά σε βασικά ερωτήματα όπως: με ποιόν ή ποιους, πού και για ποιο σκοπό. Το χειρότερο είναι πως προσπαθεί να μπερδέψει σκόπιμα το αποτέλεσμα με το σκοπό.

 

Στο ίδιο περίγραμμα της μαζικότητας και του ακτιβισμού εντάσσεται και η λογική στο να μην εμφανίζονται οι αναρχικοί με την οργανωμένη τους ταυτότητα. Έτσι η αναρχική ομάδα εξατομικεύεται προκειμένου να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας πρωτοβουλίας που θα συμπεριλάβει και μη αναρχικούς. Σ’ αυτή την περίπτωση ή οι αναρχικοί προσπαθούν να κοροϊδέψουν του υπόλοιπους ή να τους καθοδηγήσουν αφού πίσω από την «πρωτοβουλία» υπάρχει η αναρχική ομάδα. Όποια από τις δύο περιπτώσεις κι αν ισχύει είναι κάκιστη εκδοχή που δεν έχει σχέση με την αναρχία και την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης.

 

Όσο για τις άλλες σκοπιμότητες του «μαζικού αυτοοργανωμένου μέσου» θα μας δοθεί η ευκαιρία να αναφερθούμε στο μέλλον.

Εκείνο που μένει να αναρωτηθεί κανείς είναι: Τι σκοπό έχει η θριαμβολογία περί της επιτυχίας ενός τέτοιου «μέσου όρου»;

 

Αν το βάλουμε σε καθαρά υλιστικά δεδομένα είναι σαν να πετάει από την χαρά του ένας εργάτης επειδή του μείωσαν το μισθό κατά 50%. Το θέμα όμως γίνεται πιο δραματικό όταν αφορά την αναρχική απελευθερωτική προοπτική. Είναι σαν να πλέει σε πελάγη ευτυχίας ένας αναρχικός επειδή βοήθησε να ανεβεί στην εξουσία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, για να μην φέρουμε πιο ακραίο παράδειγμα…

 

Κλείνοντας θέλουμε να επισημάνουμε πως δεν «κομίζουμε γλαύκας εις Αθήνας». Αυτά έχουν αναφερθεί αρκετές φορές στο παρελθόν.

 

Ήδη έχουμε εξηγήσει πως η δημιουργία αναρχικών ομάδων παραμένει το καθοριστικό μέσο για την ανάπτυξη του αναρχικού κοινωνικού απελευθερωτικού αγώνα. Εκείνο που απλώς χρειάζεται να επισημανθεί είναι η ευθύνη που έχει κάθε αναρχική ομάδα από τη στιγμή της δημιουργίας της να μην σταματά να συμβάλει πολύπλευρα στον κοινό αγώνα για την αναρχία με ξεκαθάρισμα και κατάθεση απόψεων. Να επιδιώκει την συζήτηση και την τριβή αυτών των απόψεων μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό αναζητώντας πρώτιστα τη συνεργασία ανάμεσα σε αναρχικές ομάδες. Στάσεις και πρακτικές που χρειάζεται να κατατίθενται και να εκφράζονται με όσο το δυνατόν περισσότερη σαφήνεια, ειλικρίνεια και χωρίς πολιτικούς ακροβατισμούς και τσιριτσάντζουλες.

 

Συσπείρωση Αναρχικών

 (Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 81, Μάρτιος 2009)

Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 18 Αύγουστος 2014 23:07